Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκχυση η [ékxisi] Ο33 : (ιατρ.) η έξοδος υγρού, η εκροή από αγγείο ή σπλάχνο ύστερα από ρήξη: ~ αίματος / ορού / λέμφου.
[λόγ. < ελνστ. ἔκχυ(σις) `χύσιμο προς τα έξω΄ -ση σημδ. γαλλ. effusion]