Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκφυλος -η -ο [ékfilos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει διεστραμμένη γεννετήσια συμπεριφορά· διεφθαρμένος, ακόλαστος, παραλυμένος: ~ χαρακτήρας. Έκφυλη ζωή. ~ βίος. Έκφυλα γούστα / ήθη. Έκφυλο ύφος / βλέμμα / χείλια.
έκφυλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἔκφυλος `αφύσικος, φριχτός΄ σημδ. γαλλ. dégénéré]