Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκτακτος 1 -η -ο [éktaktos] Ε5 : 1.που υπάρχει, γίνεται, συμβαίνει κτλ. όχι κατά μία συνήθη, κανονική ή καθορισμένη σειρά, τάξη κτλ.· που δε γίνεται σε προκαθορισμένο ή τακτό χρόνο. ANT τακτικός, προγραμματισμένος: Έκτακτη συνεδρίαση / συνέλευση. Έκτακτη ανακοίνωση. Έκτακτη έκδοση μιας εφημερίδας. Έκτακτο παράρτημα (εφημερίδας). Έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Έκτακτο δρομολόγιο, ενός συγκοινωνιακού μέσου. Έκτακτη πτήση. Έκτακτη εκπομπή / παράσταση / εμφάνιση / συνεργασία. || που δεν αποτελεί κτ. το συνηθισμένο ή κανονικό: Έκτακτα έξοδα. Έκτακτες δαπάνες. Έκτακτες καταστάσεις. Έκτακτες περιστάσεις, εξαιρετικές. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης*. || που γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις: Έκτακτη βοήθεια. Έκτακτη υπηρεσία / απασχόληση. 2. (για πρόσ.) που ασκεί ένα έργο για ορισμένο χρόνο. ANT μόνιμος: ~ υπάλληλος / συνεργάτης / σύμβουλος / καθηγητής. || (ως ουσ.) ο έκτακτος: Πρόσληψη εκτάκτων για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών κατά τους θερινούς μήνες. || Έκτακτο στρατοδικείο, που συγκροτείται από μη τακτικούς δικαστές.
εκτάκτως ΕΠIΡΡ: Aναχώρησε ~. Συμμετείχε ~. Tον προσέλαβαν ~ για τέσσερις μόνο μήνες. [λόγ. < ελνστ. ἔκτακτος `για ειδικά καθήκοντα, ειδικός΄ σημδ. γαλλ. extraordinaire & γερμ. ausseror dentlich (2: & γαλλ. extra)· λόγ. < ελνστ. ἐκτάκτως `χωριστά΄ κατά την αλλ. της σημ. του έκτακτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκτακτος 2 -η -ο : εξαιρετικός, έξοχος: Ήταν μια έκτακτη βραδιά, που θα μας μείνει αξέχαστη. ~ κύριος, εξαίρετος, θαυμάσιος. Έκτακτη είναι η κόρη σου.
έκτακτα ΕΠIΡΡ πολύ καλά, ωραία, εξαίρετα: Περάσαμε ~. [λόγ. < έκτακτος 1 σημδ. γερμ. ausserordentlich]