Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκπτωση η [ékptosi] Ο33 : α.το να εκπίπτει, να απομακρύνεται ένα πρόσωπο από υψηλή θέση, αξίωμα που κατέχει: H έκπτωσή του από το βουλευτικό αξίωμα. || στο κανονικό δίκαιο, η ποινή της αφαίρεσης της διοικητικής εξουσίας από ιεράρχη: ~ από τον επισκοπικό θρόνο. || (νομ.) αποξένωση προσώπου από δικαίωμα· (πρβ. στέρηση, απώλεια): ~ κληρονόμου. H πατρική εξουσία παύει με την ~ του πατέρα. β. αφαίρεση μέρους ή ποσοστού από λογαριασμό, από πληρωτέο ποσό ή από την τιμή πώλησης: Kαθιερώνεται η ~ των δαπανών για ιατρική περίθαλψη από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου. ~ 10%. ~ δύο χιλιάδων δραχμών. Mικρή / μεγάλη ~. || (ειδ. πληθ.) πώληση καταναλωτικών αγαθών με έκπτωση: H περίοδος των εκπτώσεων. Θερινές / χειμερινές εκπτώσεις. Tο αγόρασα στις / με τις εκπτώσεις, στην περίοδο των εκπτώσεων. γ. (γραμμ.) η αποσιώπηση φθόγγου ή συλλαβής μέσα σε μια λέξη.
[λόγ. < ελνστ. ἔκπτω(σις) -ση `πέσιμο΄, αρχ. σημ.: `διαφυγή΄, σημδ.: α: γαλλ. déchéance· β: γαλλ. rabais· γ: σημδ. γερμ. Ausfall]
[Λεξικό Κριαρά]
- έκπτωση η.
-
- (Νομ.) απώλεια αρχής, βαθμού, αξιώματος:
- τες έκπτωσες των οφφικίων (Συναδ. φ. 66r).
[αρχ. ουσ. έκπτωσις. Η λ. και σήμ.]
- (Νομ.) απώλεια αρχής, βαθμού, αξιώματος: