Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκλειψη η [éklipsi] Ο33 : (αστρον.) το φαινόμενο κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα παύει να φαίνεται προσωρινά, επειδή παρεμβάλλεται κάποιο άλλο ανάμεσα σε αυτό και τον παρατηρητή (όταν είναι αυτόφωτο) ή ανάμεσα σε αυτό και την πηγή που το φωτίζει (όταν είναι ετερόφωτο): ~ Hλίου. ~ Σελήνης. Mερική / ολική ~.
[λόγ. < αρχ. ἔκλειψις (-σις > -ση)]