Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκκληση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκκληση η [éklisi] Ο33 : (λόγ.) επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία (για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ.): Kάνω ~ στον πατριωτισμό σας. Εκατοντάδες εθελοντές πυροσβέστες ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού. ~ της κυβέρνησης προς τα συνδικάτα να αναστείλουν την απεργία.

[λόγ. < ελνστ. ἔκκλη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες