Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκθετος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκθετος -η -ο [ékθetos] Ε5 : α. εκτεθειμένος (ακάλυπτος και απροφύλακτος) στη βλαπτική επίδραση εξωτερικού φυσικού παράγοντα: Aφήνω κάτι έκθετο στη βροχή / στον ήλιο. β. εκτεθειμένος (χωρίς υποστήριξη, υπεράσπιση, προστασία) σε επιθετική εχθρική πράξη: Δεν αποχώρησε από τη συζήτηση, για να μην αφήσει το νομοσχέδιο έκθετο στην κριτική της αντιπολίτευσης. || (και για πρόσ.): Aκόμα και οι συνεργάτες του τον άφησαν έκθετο στην πολεμική των αντιπάλων του. γ. (ως ουσ.) το έκθετο, για βρέφος που εγκαταλείπεται κάπου από άγνωστους γονείς, για να το βρουν άλλοι: Yιοθέτησαν ένα έκθετο.

[λόγ. < αρχ. ἔκθετος `διωγμένος από το σπίτι΄ κατά τις σημ. του εκθέτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες