Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκδυση η [ékδisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του εκδύω. || (ειδ. ζωολ.) η φυσιολογική, περιοδική απόρριψη (και αλλαγή) του περιβλήματος ή του δέρματος σε ορισμένα ζώα (π.χ. έντομα, μαλάκια, φίδια κτλ.).
[λόγ. < αρχ. ἔκδυ(σις) `διαφυγή΄ -ση με αλλ. της σημ. κατά το εκδύω]