Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκδοτος -η -ο [ékδotos] Ε5 : με αρνητική σημασία, που είναι παραδομένος στις ηδονές, στην ακολασία, στη διαφθορά κτλ.: Είναι ~ στις ακολασίες. (έκφρ.) βίος ~, έκλυτος, ακόλαστος, διεφθαρμένος.
[λόγ. < αρχ. ἔκδοτος `παραδομένος, προδομένος΄ σημδ. γαλλ. adonné]