Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκδηλος -η -ο [ékδilos] Ε5 : που τον διακρίνουν ή τον αντιλαμβάνονται εύκολα και σαφώς· φανερός, ολοφάνερος, εμφανής, καταφανής, προφανής: H προσπάθειά του να μας παραπλανήσει ήταν έκδηλη. Έφερε έκδηλα τα σημάδια της κούρασης στο πρόσωπο. Tο ενδιαφέρον τους για την αγορά της εταιρείας υπήρξε έκδηλο. Έκδηλη περηφάνια / ικανοποίηση. Έκδηλοι στόχοι. Έκδηλες επιδιώξεις. Έκδηλη διαφορά / βελτίωση, σαφής. ANT κρυφός, μυστικός.
έκδηλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔκδηλος]