Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έκδειλος, επίθ.
-
- Που κυριεύεται από φόβο:
- νομίσας φάντασμα το ορώμενον είναι έκδειλος όλος γέγονα (Διγ. Gr. 2082).
[<πρόθ. εκ + επίθ. δειλός. Πβ. εκδειλαίνω (LBG)]
- Που κυριεύεται από φόβο: