Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκαστος -η -ο [ékastos] αντων. επιμεριστική (βλ. Ε5) θηλ. και εκάστη, γεν. αρσ. και ουδ. και εκάστου (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) καθένας· κάθε: ~ με τη σειρά του. Έκαστο Σάββατο, κάθε Σάββατο. Tην πρώτη Kυριακή εκάστου μηνός. (έκφρ.) καθ΄ εκάστην, καθημερινά. || (απαρχ. έκφρ.) ~ εφ΄ ω ετάχθη, ο καθένας στο καθήκον του.
[λόγ. < αρχ. ἕκαστος]