Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~. Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Tα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνους. H πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους. Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ).
[λόγ. < αρχ. ἔθνος `κοπάδι, ομάδα ανθρώπων, έθνος΄ (ελνστ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι (σημ. από τα αραμ.), οι μη Χριστιανοί΄) & σημδ. γαλλ. nation]
[Λεξικό Κριαρά]
- έθνος το· έθνο.
-
- 1)
- α) Λαός, έθνος:
- (Διγ. Z 1798)·
- β) πλήθος ανθρώπων, κόσμος:
- Εξαύτες τες δύο μερές εσέβαιναν τα έθνη (Θησ. Ζ´ [1155]).
- α) Λαός, έθνος:
- 2) (Πληθ.) αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες:
- τα είδωλα, … των έθνων (Χρον. Μορ. H 783).
[αρχ. ουσ. έθνος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνόσημο το [eθnósimo] Ο40 : διακριτικό σήμα (στη στολή ή στο πηλίκιο των στρατιωτικών) με την παράσταση του εθνικού (κρατικού) εμβλήματος.
[λόγ. εθνο- + -σημον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοσύμβουλος ο [eθnosímvulos] Ο19 : μέλος εθνοσυνέλευσης.
[λόγ. εθνο- + σύμβουλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοσυνέλευση η [eθnosinélefsi] Ο33 : συνέλευση των αντιπροσώπων ενός έθνους η οποία συγκροτείται και συγκαλείται σε έκτακτες περιπτώσεις, για να ασκήσει συντακτική εξουσία (σύνταξη συντάγματος, ψήφιση νέου πολιτεύματος κτλ.)· εθνική συνέλευση· (πρβ. συντακτική συνέλευση, αναθεωρητική βουλή, συντακτική βουλή): H A' Εθνοσυνέλευση του 1821 κήρυξε την «πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους» και ψήφισε το πρώτο πολίτευμα της Ελλάδας.
[λόγ. εθνο- + συνέλευ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. assemblé nationale]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοσωτήρας ο [eθnosotíras] Ο2 : για πρόσωπο που σώζει το έθνος, ή συνηθέστατα ειρωνικά, που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του έθνους· (πρβ. εθνοπατέρας): Aυτοαποκαλούμενοι / αυτόκλητοι εθνοσωτήρες.
[λόγ. εθνο- + σωτήρ > σωτήρας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοσωτήριος -α / -ος -ο [eθnosotírios] Ε15 : που είναι σωτήριος για το έθνος: Εθνοσωτήρια απόφαση / πολιτική. Εθνοσωτήρια μέτρα. || (συνήθ. ειρ.): H ~ κυβέρνηση.
[λόγ. εθνοσωτηρ- (δες εθνοσωτήρας) -ιος]