Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έθνικ [éθnik] Ε (άκλ.) : που έχει σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κυρίως πολιτιστικά, ενός εθνικού συνόλου: Mουσική / ντύσιμο / χορός / φαγητά / διακόσμηση ~.
[λόγ. < αγγλ. ethnic (στη νέα σημ.) < υστλατ. ethnicus < ελνστ. ἐθνικός]
- εθνικά, επίρρ.
-
- Με τρόπο μη χριστιανικό:
- Εθνικά τους τυράννιζεν (Χρον. Τόκκων 1805).
[<επίθ. εθνικός. Η λ. στο Somav.]
- Με τρόπο μη χριστιανικό:
- εθνικισμός ο [eθnikizmós] Ο17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός): Aκραίος / επιθετικός ~. Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό.
[λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. nationalism ή γαλλ. nationalisme]
- εθνικιστής ο [eθnikistís] Ο7 θηλ. εθνικίστρια [eθnikístria] Ο27 : 1.αυτός που είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα δικά του εθνικά ιδεώδη και αγωνίζεται με τόσο πάθος και φανατισμό για την επικράτησή τους, ώστε να εκδηλώνει μια συμπεριφορά περιφρόνησης και εχθρότητας προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινιστής, υπερπατριώτης): Bίαιες εκδηλώσεις φανατικών εθνικιστών σε βάρος της μειονότητας. 2. αυτός που αγωνίζεται για τα δικά του εθνικά ιδεώδη με πάθος, αλλά χωρίς να παύει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα δίκαια άλλων εθνών· (πρβ. πατριώτης): Εθνικιστές συγκρούστηκαν με δυνάμεις των αποικιοκρατών. || (ως επίθ.): Εθνικιστές αντάρτες.
[λόγ. εθνικ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. nationalist ή γαλλ. nationaliste · λόγ. εθνικισ(τής) -τρια]
- εθνικιστικός -ή -ό [eθnikistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικισμό ή στον εθνικιστή· (πρβ. σοβινιστικός): Εθνικιστική πολιτική / παράταξη / κυβέρνηση. Εθνικιστικό κόμμα. Εθνικιστικές τάσεις / εκδηλώσεις.
[λόγ. εθνικιστ(ής) -ικός]
- εθνικοαπελευθερωτικός -ή -ό [eθnikoapelefθerotikós] Ε1 : εθνικός και απελευθερωτικός· που έχει στόχο του την απελευθέρωση ενός έθνους από ξένο ζυγό: Εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση / οργάνωση / πολιτική. Εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο. ~ στρατός. Εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις. Εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες. Tα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τρίτου κόσμου.
[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + απελευθερωτικός]
- εθνικοποίηση η [eθnikopíisi] Ο33 : το να γίνεται κτ. κτήμα του έθνους, να περιέρχεται στην ιδιοκτησία ή στην εξουσία ολόκληρου του έθνους· (πρβ. κρατικοποίηση): H ~ των μεγάλων ιδιοκτησιών γης.
[λόγ. εθνικοποιη- (εθνικοποιώ) -σις > -ση]
- εθνικοποιώ [eθnikopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. κτήμα του έθνους· (πρβ. κρατικοποιώ).
[λόγ. εθνικο(ποίησις) -ποιώ απόδ. γαλλ. nationaliser]
- εθνικός, επίθ.
-
- Α´ (Επίθ.) που δεν ανήκει στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, μη χριστιανικός:
- εθνικός (ενν. ο Διγενής) μεν από πατρός, εκ δε μητρός Ρωμαίος (Διγ. Gr. 1002).
- Β´ (Ως ουσ.) ειδωλολάτρης:
- λόγους διδασκαλικούς τοις εθνικοίς λαλήσας (Γλυκά, Στ. 104).
[μτγν. επίθ. εθνικός. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Επίθ.) που δεν ανήκει στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, μη χριστιανικός:
- εθνικός -ή -ό [eθnikós] Ε1 : I1.που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: ~ πολιτισμός. Εθνικές παραδόσεις. Εθνική κληρονομιά. Εθνικά ιδεώδη. Εθνική συνείδηση. Εθνικό φρόνημα. Εθνικά προβλήματα. Εθνικό συμφέρον. Εθνική πολιτική. ~ κίνδυνος. Εθνική ιστορία / ανεξαρτησία / επέτειος. Εθνική γλώσσα. Εθνικές λογοτεχνίες. ~ ύμνος. Εθνικά σύμβολα. || Εθνικά κράτη, που συγκροτούνται με βάση την έννοια του έθνους. || συχνά για να τονιστεί ο πανεθνικός του χαρακτήρας: Εθνική Aντίσταση. Εθνική επανάσταση. Εθνικοί αγώνες. || που προσφέρει στο έθνος, στην ύπαρξή του, στην ανάπτυξή του κτλ.: Εθνική δράση / έργο / πολιτική. || (για πρόσ.): Εθνικοί ήρωες / ηγέτες / ευεργέτες. ~ ποιητής. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος, στην εθνική κοινότητα με κοινή πολιτική έκφραση· (πρβ. κρατικός): Εθνική οικονομία / άμυνα. ~ στρατός / πλούτος. || που είναι, γίνεται σε όλη την επικράτεια (σε αντιδιαστολή συνήθ. προς τα τοπικός, επαρχιακός): Εθνικές εκλογές. ~ δρόμος. Εθνική οδός. Εθνικό επαρχιακό δίκτυο. Εθνικό ποτό / φαγητό. || Εθνική (αθλητική) ομάδα και ως ουσ. η Εθνική: Πότε παίζει η Εθνική με τη Γαλλία; (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Εθνική συνέλευση / κυβέρνηση / νομοθεσία. Εθνική αντιπροσωπεία / βουλή. Εθνικό λαχείο και ως ουσ. το εθνικό. || σε ονομασίες οργανισμών, ιδρυμάτων κτλ.: Εθνικό Θέατρο και ως ουσ. το Εθνικό. Εθνική Bιβλιοθήκη. II1. (γραμμ.) εθνικά ονόματα και ως ουσ. τα εθνικά, οι λέξεις που δηλώνουν τον κάτοικο ενός τόπου (χώρας, πόλης κτλ.) ή αυτόν που κατάγεται από αυτό τον τόπο. 2. (ιστ. και εκκλ., ως ουσ.) ο εθνικός, ονομασία των ειδωλολατρών κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
εθνικά & (λόγ.) εθνικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ.: I: ελνστ. ἐθνικός & σημδ. ιταλ. nazionale & γαλλ. national· II: ελνστ. ἐθνικός· λόγ. < ελνστ. ἐθνικῶς]