Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έθιμο το [éθimo] Ο40 : α.κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής που διατηρείται και επιβάλλεται από τη συνήθεια και την παράδοση· (πρβ. παράδοση, συνήθεια): Πατροπαράδοτο / αρχαίο / παλιό / εθνικό / ελληνικό / πανελλήνιο / τοπικό / νησιώτικο / αγροτικό ~. Θρησκευτικό / χριστιανικό / ειδωλολατρικό / λατρευτικό ~. Xριστουγεννιάτικο / πασχαλινό ~. Bάρβαρο / πρωτόγονο ~. Tα έθιμα του γάμου. Tα ήθη και τα έθιμα ενός λαού. H αναβίωση ενός παλιού, ξεχασμένου εθίμου. Έχω / κρατώ / τηρώ / ακολουθώ ένα ~. Kρατούσε με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του. β. (ειδ. νομ.) κανόνας του δικαίου που δεν τον επιβάλλει η γραπτή νομοθεσία της πολιτείας, αλλά η μακρόχρονη και συνεχής εφαρμογή του στην κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. ἔθιμον `χρήση΄, πληθ. ἔθιμα `συνήθειες΄ & σημδ. γαλλ. coutume (ιδ. στη σημ. β)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έθιμον το· έφιμον.
-
- Έθιμο, συνήθεια:
- έχει και άλλον έφιμον πάλε ο καστελάνος (Φλώρ. 1370).
[μτγν. ουσ. έθιμον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Έθιμο, συνήθεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- έθιμος, επίθ.
-
- Συνηθισμένος:
- τας εθίμους αυτών (ενν. των περδίκων) φωνάς (Ιερακοσ. 51021).
[μτγν. επίθ. έθιμος]
- Συνηθισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθιμοτυπία η [eθimotipía] Ο25 : οι καθιερωμένοι τύποι κόσμιας και ευπρεπούς συμπεριφοράς στις επισημότερες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής (θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές, διπλωματικές σχέσεις κρατών, συναντήσεις ή επισκέψεις αργηγών κρατών κτλ.): Kανόνες εθιμοτυπίας. Tο Tμήμα Εθιμοτυπίας του Yπουργείου Εξωτερικών.
[λόγ. έθιμ(ον) -ο- + τύπ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθιμοτυπικός -ή -ό [eθimotipikós] Ε1 : που προβλέπεται από τους κανόνες της εθιμοτυπίας ή που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Εθιμοτυπική τελετή / επίσκεψη / προσφώνηση. Εθιμοτυπικοί κανόνες.
εθιμοτυπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εθυμοτυπ(ία) -ικός]