Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έζωπο το.
-
– Βλ. και ύσσωπος ο.
- Το φυτό ύσσωπος:
- δεμάτι έζωπου (Πεντ. Έξ. XII 22)·
- να πάρει (ενν. ο ιεριάς) το δέντρο το κυπαρίσσι και έζωπο (αυτ. Λευιτ. ΧΙV 51).
[<εβρ. ’ēzōb· πβ. μτγν. ύσσωπον το (L‑S, λ. ‑ος η), καθώς και τα ιδιωμ. έσσωπο το και έσσωπος ο (Andr., λ. ύσσωπος η)]
- Το φυτό ύσσωπος: