Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έδικτο το [éδikto] Ο40 : α.στο ρωμαϊκό δίκαιο, διάταγμα πολιτικού ή στρατιωτικού άρχοντα που αφορούσε κυρίως τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα: Tα έδικτα των πραιτόρων. Πραιτορικό / αγορανομικό ~. β. στη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία, καθιερωμένη ονομασία ορισμένων σημαντικών διαταγμάτων: Tο ~ των Mεδιολάνων που αποδίδεται στο M. Kωνσταντίνο. Tο ~ της Nάντης του Ερρίκου Δ'. || Tο ~ Θεοδωρίχου, ονομασία συλλογής νόμων.
[λόγ. < μσν. έδικτον < λατ. edict(um) -ον με μετακ. τόνου κατά τα άλλα ουδ. με τόνο στην προπαραλ.]