Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έδαφος το [éδafos] Ο47 : 1.το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, η επιφάνεια της γης: Ομαλό / ανώμαλο / ορεινό / πεδινό / γόνιμο / άγονο / αμμώδες / πετρώδες / παρθένο ~. || Πέφτω / ρίχνω στο ~, κάτω, καταγής. Nιώθω το ~ να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, χάνω την ευστάθεια, την ισορροπία μου, ζαλίζομαι και μτφ., αισθάνομαι μεγάλη και απροσδόκητη ταραχή, απελπίζομαι. || Προσωπικό εδάφους, όλοι όσοι είναι υπεύθυνοι για ένα αεροπλάνο ή για τη διαδικασία της προετοιμασίας ενός αεροπορικού ταξιδιού πριν από την απογείωση. || (στρατ.): Πύραυλος* εδάφους αέρος / αέρος εδάφους / εδάφους εδάφους. 2. η έκταση, η γη ορισμένης χώρας, πατρίδας, κράτους κτλ.: Ελληνικό ~. Δε θα εκχωρήσουμε ούτε σπιθαμή εθνικού εδάφους. Yπερασπίστηκαν τα πάτρια εδάφη, την πατρική γη. Tα εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο εθνικό ~. Ελεύθερο / κατεχόμενο ~. 3. (μτφ.) συνθήκες, κλίμα, πεδίο σε σχέση με την ανάπτυξη οποιασδήποτε δραστηριότητας: Tο ~ (δεν) είναι πρόσφορο / κατάλληλο / γόνιμο* / ευνοϊκό. Προετοιμάζω / προλειαίνω το ~ για να γίνει κτ. Δεν υπάρχει ~ για συνεννόηση, κατάλληλες προϋποθέσεις. Οι νέες ιδέες βρήκαν πρόσφορο ~ και γρήγορα επικράτησαν, ευνοϊκές συνθήκες. ΦΡ κερδίζω ~, πετυχαίνω να αποκτήσω κάποια υπεροχή στα πλαίσια μιας συνεχούς ανταγωνιστικής προσπάθειας, παίρνω το προβάδισμα. ANT ΦΡ χάνω ~: Οι απόψεις του κερδίζουν συνεχώς ~, αποκτούν ευρύτερη αποδοχή. Προσπάθησαν να ξανακερδίσουν το χαμένο ~. H τηλεόραση κερδίζει συνεχώς ~ σε βάρος του ραδιοφώνου.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἔδαφος· 3: σημδ. γαλλ. terrain]
[Λεξικό Κριαρά]
- έδαφος το· ’δάφος.
-
- α) Γη, χώμα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [832])·
- β) έδαφος· επιφάνεια της γης:
- της γης το ’δάφος (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1170]).
[αρχ. ουσ. έδαφος. Η λ. και σήμ.]
- α) Γη, χώμα: