Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγχυμα το [énxima] Ο49 : (λόγ., φαρμ.) προϊόν που ενσταλάζεται με έγχυση.
[λόγ. < ελνστ. ἔγχυμα, αρχ. σημ.: `περιεχόμενο αγγείου΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγχυματίζω.
-
- Χύνω μέσα, ενσταλάζω:
- εγχυμάτιζε εις εκάστην ρίνα σταγόνας δύο (Ιερακοσ. 42421).
[μτγν. εγχυματίζω]
- Χύνω μέσα, ενσταλάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- εγχυματισμός ο.
-
- Ενστάλαξη υγρού:
- ίστα μετά τον εγχυματισμόν επί τον ήλιον (Ιερακοσ. 41216).
[μτγν. ουσ. εγχυματισμός]
- Ενστάλαξη υγρού: