Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγχρωμος -η -ο [éŋxromos] Ε5 : 1.που έχει χρώμα ή χρώματα. α. σε αντιδιαστολή προς το άχρωμος: Έγχρωμο φως. β. χρωματιστός, σε αντιδιαστολή προς τα λευκός, άσπρος: Έγχρωμο φύλλο χαρτιού. γ. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο. ANT ασπρόμαυρος: Έγχρωμη φωτογραφία / εικόνα. Έγχρωμη (κινηματογραφική) ταινία. ~ κινηματογράφος. Έγχρωμο φιλμ, για έγχρωμες φωτογραφίες. ~ εκτυπωτής, για έγχρωμες εκτυπώσεις. Έγχρωμη τηλεόραση. 2. για όλες τις φυλές εκτός από τη λευκή, και για τους ανθρώπους που ανήκουν σε αυτές: Οι έγχρωμοι κάτοικοι μιας περιοχής. || (ως ουσ.) ο έγχρωμος.
[λόγ.: 1: εγ- (δες εν-) χρώμ(α) -ος· 2: σημδ. αγγλ. colored]