Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγνοια η [éγna] & έννοια 2 η [éna] Ο25α : 1.απασχόληση και ανησυχία της σκέψης για κτ.: Tα λόγια του μ΄ έβαλαν σ΄ ~ πολλή. || βασανιστική ανησυχία της σκέψης· σκοτούρα, μπελάς: Δε μου ΄φταναν οι δικές μου έγνοιες, μου φόρτωσες και τις δικές σου. Mια ζωή ήσυχη κι ανέμελη, χωρίς έγνοιες και βάσανα. Tον έφαγαν οι έγνοιες. 2. φροντίδα, μέριμνα για κτ.: Aυτή είχε όλη την ~ του σπιτιού. 3. με τους αδύνατους τύπους της κτητικής αντωνυμίας, ως έκφραση που συνοδεύει προτάσεις με καθησυχαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο: ~ σου, και δε θα χάσεις, μην ανησυχείς και δε θα χάσεις. ~ σου, κι εγώ είμαι εδώ. ~ σας παλιάνθρωποι, και θά ΄ρθει η σειρά σας.
[μσν. έγνοια (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἔννοια με ανομ. [nn > γn] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· αρχ. ἔννοια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- έγνοια η,
- βλ. έννοια.
[Λεξικό Κριαρά]
- εγνοιάζομαι, εγνοιάζω,
- βλ. εννοιάζομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- εγνοιανός, επίθ.,
- βλ. εννοιανός.
[Λεξικό Κριαρά]
- εγνοιασμός ο.
-
- Φροντίδα, έγνοια:
- βγάνει τον πρώτον εγνοιασμό (Ερωτόκρ. Α´ 1134).
[<αόρ. του εγνοιάζω + κατάλ. ‑μός]
- Φροντίδα, έγνοια:
[Λεξικό Κριαρά]
- εγνοιαστικός, επίθ.
-
- Συνετός, γνωστικός:
- γυναίκα πολλά εγνοιαστική και υψηλού νου (Μπερτολδίνος 105).
[<αόρ. του εγνοιάζω + κατάλ. ‑τικός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Συνετός, γνωστικός: