Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγκριση η [éŋgrisi] Ο33 : η ενέργεια του εγκρίνω: Zητώ την έγκρισή σας, να εγκρίνετε εσείς. Zητώ την ~ του σχεδίου, να εγκριθεί το σχέδιο. Δεν μπορώ να ενεργήσω, αν δεν έχω την ~ των ανωτέρων μου.
[λόγ. < ελνστ. ἔγκρι(σις) -ση]