Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγκλιση η [éŋglisi] Ο33 : I.(γραμμ.) 1. το φαινόμενο κατά το οποίο μερικές μονοσύλλαβες συνήθ. λέξεις προφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενή τους, ώστε ο τόνος τους ή χάνεται εντελώς ή μετακινείται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: ~ τόνου. ~ παθαίνουν οι μονοσύλλα βοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας, καθώς και οι δισύλλαβοι “τονε” “τηνε”· κάποτε ~ γίνεται και σε τρισύλλαβους ρηματικούς τύπους, π.χ.: σαν νά ητανε. 2. καθεμιά από τις μορφές με τις οποίες εκφέρεται το ρήμα, για να δηλωθεί η ορισμένη διάθεση ή η γνώμη του ομιλητή για το σημαινόμενο: Γραμματικές / συντακτικές εγκλίσεις. Οριστική / υποτακτική / προστακτική ~. Ευχετική / πιθανολογική ~. || Aπρόσωπες εγκλίσεις, παλαιός χαρακτηρισμός του απαρεμφάτου και της μετοχής. II. (φυσ.) η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση του γήινου μαγνητικού πεδίου και το οριζόντιο επίπεδο.
[λόγ.: I: ελνστ. ἔγκλι(σις) -ση, αρχ. σημ.: `κλίση προς τα μέσα΄· II: σημδ. γαλλ. inclinaison]