Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έγκλειστος, επίθ.
-
- Α´ Kλεισμένος, περιορισμένος σ’ ένα μέρος:
- έγκλειστος εγίνηκε του πύργου (Γεωργηλ., Βελ. Λ 179).
- Β´ (Ως ουσ.) ασκητής της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ζούσε για χρόνια κλεισμένος σε πολύ στενό χώρο, κελί ή σπηλιά, είτε απομονωμένος σε έρημο τόπο είτε κοντά ή μέσα σε κοινόβιο· (εδώ προκ. για ηγούμενο μονής):
- του κύρη εγκλείστου (Προδρ. IV 434)·
- τον έγκλειστον ουκ είδα τον να φάγει παλαμίδαν (Προδρ. IV 248-15 χφ P κριτ. υπ).
- Η λ. ως επών.:
- Νεοφύτου Εγκλείστου ((Τσικνόπουλος, Κυπρ. Σπ. 16, 1952, 42)).
[<εγκλείω. Η λ. ως ουσ. τον 6. αι. (L‑S Suppl.· βλ. και Soph., Lampe· λ. ‑ός στο LBG). Ως επίθ. απ. και σήμ.]
- Α´ Kλεισμένος, περιορισμένος σ’ ένα μέρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγκλειστος -η -ο [éŋglistos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που τον έχουν κλείσει, περιορίσει μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθ. για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους. || (ως ουσ.): Οι έγκλειστοι μιας φυλακής, οι φυλακισμένοι, οι κρατούμενοι σ΄ αυτήν. Οι έγκλειστοι ενός φρενοκομείου, οι τρόφιμοί του. β. (για πργ.) που είναι κλεισμένος μέσα σε στενό χώρο. || (στην οδοντιατρική) για δόντι του οποίου η ανάπτυξη εμποδίζεται από παρακείμενα δόντια ή από το οστό της γνάθου: ~ φρονιμίτης. γ. (σπάν., για πργ.) εσώκλειστος.
[λόγ. < ελνστ. ἔγκλειστος `κλεισμένος μέσα΄]