Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έγκαιρος, επίθ.· ήγκαιρος.
-
- 1)
- α) Κατάλληλος· επίκαιρος:
- (Ιστ. πολιτ. 2120)·
- β) αρμόδιος:
- ήγκαιρην, απερασμένην συνάθροισιν (Χριστ. διδασκ. 479).
- α) Κατάλληλος· επίκαιρος:
- 2)
- α) Φρέσκος:
- ήφερνέ τον το νερόν έγκαιρον να το πίνει (Χρον. Μορ. P 8227)·
- β) πρόσφατος:
- οι πληγές κεινώνε έγκαιρες ηυρισκόντησαν (Θησ. Γ´ [278]).
- α) Φρέσκος:
[αρχ. επίθ. έγκαιρος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγκαιρος -η -ο [éngeros] Ε5 : που γίνεται, εκδηλώνεται στην κατάλληλη στιγμή, χωρίς καθυστέρηση και προτού να συμβεί κτ. άλλο: Σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των γιατρών. H έγκαιρη παρέμβασή τους απέτρεψε το χειρότερο.
έγκαιρα* & εγκαίρως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔγκαιρος]