Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έγκαιρα, επίρρ.· ήγκαιρα.
-
- Σε κατάλληλο χρόνο:
- ήγκαιρα τον αξιώσασι της προτιμήσεως (Χριστ. διδασκ. 465).
[<επίθ. έγκαιρος. Η λ. και σήμ.]
- Σε κατάλληλο χρόνο: