Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγγραφο το [éŋγrafo] Ο40 : 1.κάθε γραπτό κείμενο το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με ορισμένους τύπους και με το οποίο ανακοινώνεται, βεβαιώνεται, διατάσσεται, συμφωνείται, αποδεικνύεται κτ.: Επίσημα / ανεπίσημα / δημόσια / ιδιωτικά έγγραφα. Aποδεικτικά / δικαιολογητικά έγγραφα. Γνήσιο / πλαστό / απόρρητο ~. Aκριβές αντίγραφο εγγράφου. Aποστολή / κοινοποίηση εγγράφου. 2. (πληροφ.) κείμενο που δημιουργεί κάποιος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές στο ~;
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἔγγραφα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έγγραφον το· έγραφον· έγραφος.
-
- 1) Έγγραφο:
- επαναγνώστησαν τα έγγραφα εκείνα (Χρον. Μορ. H 2337).
- 2) Κατάλογος, «κατάστιχο»:
- το έγγραφον της Ερωτοκρατίας (Λίβ. (Lamb.) N 451).
[μτγν. ουσ. έγγραφον (L‑S Suppl.). H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Έγγραφο:
[Λεξικό Κριαρά]
- έγγραφος, επίθ.· έγραφος.
-
- 1) Γραμμένος, γραπτός:
- δι’ υπομνήσεως αυτών δεήσεως εγγράφου (Διγ. Gr. 63).
- 2) ?Νόμιμος:
- Περί μνηστείας εγγράφου (Βακτ. αρχιερ. 165).
[μτγν. επίθ. έγγραφος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γραμμένος, γραπτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγγραφος -η -ο [éŋγrafos] Ε5 : 1.που γίνεται με έγγραφο, συνήθ. επίσημο: Έγγραφη κλήτευση μάρτυρος. Έγγραφη συμφωνία / καταγγελία. 2. (λόγ.) γραπτός.
εγγράφως ΕΠIΡΡ: Συμφώνησαν ~. Δήλωσε ~ ότι παραιτείται. [λόγ. < ελνστ. ἔγγραφος, ἐγγράφως]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγράφου, επίρρ.· εγράφου.
-
- Γραπτά, εγγράφως:
- απαύτου γαρ του έδωκεν εγράφου τα συνήθεια (Χρον. Μορ. H 2611)·
- φρ. επαίρνω εγγράφου, βλ. επαίρνω 1α φρ (4).
[<επίρρ. εγγράφως αναλογ. με επιρρ. σε ‑ου· ή η γεν. του ουσ. έγγραφον επιρρ.]
- Γραπτά, εγγράφως: