Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγγαμος -η -ο [éŋγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. για πρόσωπο που συνδέεται (με άλλο του άλλου φύλου) με σχέση γάμου· παντρεμένος, νυμφευμένος. ANT άγαμος: ~ άντρας. Έγγαμη γυναίκα. Οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ειδικό επίδομα. || (ως ουσ.). 2. που αναφέρεται σε έγγαμο πρόσωπο: ~ βίος. Έγγαμη ζωή. Έγγαμη σχέση, σχέση γάμου.
[λόγ. < ελνστ. ἔγγαμος]