Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άψυχος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δεν έχει ψυχή:
- άψυχα δέντρα (Διγ. Άνδρ. 41026)·
- (στο ουδ. ως ουσ.):
- κλαίνε τ’ άψυχα και τα εμψυχωμένα (Διακρούσ. 10011)·
- β) που δεν έχει ζωή, νεκρός:
- (Kομν., Διδασκ. Δ 16), (Λίβ. Sc. 2483)·
- γ) που δεν έχει αισθήσεις, αναίσθητος, λιπόθυμος:
- άψυχος, νεκραναίσθητος εφάνη (Διγ. Z 143).
- α) Που δεν έχει ψυχή:
- 2) Άτολμος, δειλός:
- (Kορων., Mπούας 51).
- 3) Άτονος:
- ω σπανέ … άψυχε (Σπανός A 157).
- 4) Άσπλαχνος, σκληρόκαρδος:
- άψυχος εις νουν (Λίβ. Esc. 1644).
- 5) (Προκ. για ζωγράφο) που δεν μπορεί να δώσει ψυχή και ζωντάνια στο έργο του:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 170).
[αρχ. επίθ. άψυχος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άψυχος -η -ο [ápsixos] Ε5 : 1.που δεν έχει ψυχή, που έχει μόνο υλική υπόσταση: Άψυχα μνημεία / αντικείμενα. ANT έμψυχος. || (ως ουσ.) τα άψυχα. ANT τα έμψυχα. 2. που έχει πεθάνει, που δεν είναι ζωντανός: Tα άψυχα σώματα των πολεμιστών κείτονταν καταγής. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ζωντάνια, ζωηρότητα: Άψυχο βλέμμα. Άψυχα λόγια. β. που είναι δειλός, άτολμος.
άψυχα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3. [αρχ. ἄψυχος (1: λόγ. < αρχ. ἄψυχος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψυχος1 [ápsixos] ο,
- faint-hearted or cowardly person:
- όλους τους μέτριους, τους άψυχους, τους μικροκατεργάρηδες .. τους κράτησε (Seferis)
[substantiv. m of άψυχος2]
- faint-hearted or cowardly person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψυχος2, -η, -ο [ápsixos]
- ① lifeless, inanimate (syn άζωος 1, ant έμψυχος, ζωντανός):
- ~θησαυρός, μηχανισμός |
- άψυχη οικοδομή, ύλη, φύση |
- άψυχο άγαλμα, δέντρο, κουφάρι, περιβάλλον, σίδερο |
- άψυχο γένος inanimate gender |
- άψυχα ρομπότ με γυάλινα μάτια |
- προξένησαν ζημιές σε έμψυχο και άψυχο υλικό |
- είναι .. τρομακτικό να σωριάζεις άψυχο κάτω έναν ζωντανόν άνθρωπο (Stasinop) |
- το σκοτώνουν [το κορίτσι], .. το γδύνουν κι ασελγούν απάνω στο άψυχο σώμα (ChZalokostas) |
- χοροπήδησε στο χέρι μου το άψυχο εργαλείο σαν αγρίμι (Grigoris) |
- δε μπορούσε να καταλάβει .. ποια χρησιμότητα μπορεί να 'χει μια άψυχη προτομή (Glezos)
- ② fig lacking strength, vitality, or zest, lifeless, spiritless, feeble (near-syn άτονος 1b, αχνός2 4c, άχυμος 2):
- ~ηθοποιός |
- ~τόνος |
- άψυχη γλώσσα, ζωή, κίνηση, μουσική |
- άψυχη απασχόληση, απομίμηση, γενικότητα, επανάληψη, επιστήμη |
- άψυχο βλέμμα, ύφος |
- άψυχα λόγια, χειροκροτήματα |
- έψελνε την ακολουθία με εκείνη την άψυχη ακρίβεια, που δημιουργεί η μηχανική επανάληψη (Glezos) |
- με τι καρδιά να δουλεύανε; ο κασμάς έπεφτε στο χώμα ~(Lountemis) |
- χαρακτηρίζουν ως άψυχο και πολύ συμβατικό, πολύ ακαδημαϊκό, το ζωγραφικό έργο του (Kanellop) |
- παίρνει στα χέρια του ζωντανές ιδέες, για να φτιάξει απ' αυτές άψυχες συνταγές (Chatzinis)
- ③ lacking nerve or courage, faint-hearted, gutless, cowardly (syn λιπόψυχος):
- φύγανε μόλις είδανε τον Tούρκο να 'ρχεται καταπάνω τους, κιοτήδες, άψυχοι, πλιατσικολόγοι (Petsalis)
- ④ journ ~τίτλος newspaper title that simply identifies a subject without describing any action, label (syn phr νεκρός τίτλος)
[fr postmed, MG άψυχος ← PatrG ← K, AG, cpd w. ψυχή; cf δίψυχος, ἔμ-, εὔ-, & ModG ξέψυχος, σύψυχος etc]
- ① lifeless, inanimate (syn άζωος 1, ant έμψυχος, ζωντανός):