Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψυχα [ápsixa] adv
- without strength, vigor, or liveliness, lifelessly, feebly (syn ξεψυχισμένα, near-syn άτονα, ant ζωηρά):
- δουλεύει, μιλάει, περπατεί, χορεύει ~ |
- απάνω του όλα έχουν μηχανοποιηθεί από τη συνήθεια και κινείται σαν ανδρείκελο, τελείως ~ (Papanoutsos) |
- στα στρωτά σημεία του ρόλου .. έπαιξε μελετημένα αλλά ~ (Athanasiadis-N) |
- ένας ήλιος θαμπός, πολύ θαμπός, σερνόταν ~, κιτρινισμένος, απάνω στους τοίχους (Petsalis)
[fr postmed (Somavera) άψυχα; cf K ἀψύχως (Poll. 2.227)]
- without strength, vigor, or liveliness, lifelessly, feebly (syn ξεψυχισμένα, near-syn άτονα, ant ζωηρά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψυχαγώγητος -η -ο [apsixaγójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψυχαγωγήσει.
[λόγ. < ελνστ. ἀψυχαγώγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψυχαγώγητος, -η, -ο [apsixaγόyitos] (L)
- not (having been) entertained or diverted (syn αδιασκέδαστος)
[fr kath αψυχαγώγητος ← K, cpd w. *ψυχαγωγητός (: ψυχαγωγῶ); cf the foll derivatives of ψυχαγωγώ: ψυχαγώγημα, -γώγηση, -γωγία, -γωγικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψυχανάλυτος, -η, -ο [apsixanálitos] (L)
- not having been analyzed psychologically:
- [η] επώδυνη αυτή αντιστροφή .. τόσα πλέγματα ακόμα αψυχανάλυτα έχει αφήσει (AXydis)
[neol, cpd w. *ψυχαναλυτός (: ψυχαναλύω)]
- not having been analyzed psychologically: