Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άψογος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άψογος, επίθ.· άψεγος.
  • 1) (Hθ.) άμεμπτος, ανεπίληπτος:
    • ουδέν ευρίσκεται άψεγος (ενν. γυναίκα) (Aλφ. 2392).
  • 2) Που δεν έχει (σωματικό) ψεγάδι:
    • άψεγες κόρες (Γεωργηλ., Θαν. 114).
  • 3) Πεντακάθαρος, διάφανος:
    • άψογον … ποτάμιν (Λίβ. Sc. 1289).

[μτγν. επίθ. άψογος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άψογος -η -ο [ápsoγos] Ε5 : 1.που δεν έχει κανένα ελάττωμα, ατέλεια ή μειονέκτημα· τέλειος: Άψογο σώμα / πρόσωπο. || που έχει γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς λάθη και παραλείψεις: Άψογο γραπτό. Tο φόρεμα έχει άψογη εφαρμογή. 2. για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο· άμεμπτος, ανεπίληπτος: Άψογοι τρόποι. Άψογη συμπεριφορά / ζωή / στάση / εμφάνιση. άψογα ΕΠIΡΡ: Γράφει και μιλάει ~ δύο ξένες γλώσσες. Zει / ντύνεται / φέρεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἄψογος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άψογος, -η, -ο [ápsoγos] (L)
  • ① having no fault or defect, faultless, impeccable, perfect, excellent (syn in αψεγάδιαστος 1):
    • ~δάσκαλος |
    • άψογη εκτέλεση, κατασκευή, μέθοδος, οργάνωση, συμμετρία |
    • άψογη διάπλαση, εμφάνιση |
    • άψογη ευγένεια, ευπρέπεια |
    • άψογο βιβλίο, γούστο, κοστούμι, ύφος, χτένισμα |
    • άψογη διεξαγωγή των αγώνων |
    • άψογοι τρόποι συμπεριφοράς |
    • διατηρούν άψογες σχέσεις |
    • μιλά άψογα ελληνικά |
    • οι λιμενικοί [έχουν] άψογη τσάκιση στα παντελόνια τους (Ouranis) |
    • άψογη τάξη τηρείται στο ακροατήριο (Papantoniou) |
    • πρέπει να θέτει με .. σαφήνεια άψογη τις απαιτήσεις του (Papanoutsos) |
    • βρήκαν απήχηση έργα κούφια, συχνά άψογα στην τεχνική τους (Papatsonis)
  • ⓐ impeccably dressed:
    • στη σκηνή επιδιώκω να είμαι άψογη· στη ζωή μου όμως ντύνομαι αλλοπρόσαλλα |
    • ρεδιγκότα χυτή· από την κορφή ως τα νύχια· ~(Palam)
  • ② irreproachable, blameless, unimpeachable (syn in αψεγάδιαστος 1b):
    • άψογη διαγωγή, ηθική, συμπεριφορά |
    • άψογη οικογενειακή ζωή |
    • οι άρχοντες της κοινότητας δεν .. είναι αδέκαστοι και άψογοι (Vacalop) |
    • η στάση του απέναντι των συνανθρώπων του υπήρξε .. άψογη (Chatzinis) |
    • έχει από [το γιατρό] την απαίτηση να στέκεται πάντοτε ~και τίμιος μπροστά στον άρρωστό του (Kakridis) |
    • ύστερα από άψογες εκλογές είχε καταλάβει .. την εξουσία το νέο δημοκρατικό κόμμα (Christidis)
  • ⓑ morally unblemished, unsullied, untarnished, undamaged, clear (syn in αψεγάδιαστος 2):
    • διατήρησε άψογη τη φήμη του |
    • η άψογη νόμιμη σύζυγος ζήτησε διάλυση του συνδέσμου

[fr postmed (Somavera), MG άψογος ← K (also pap), cpd w. ψόγος 'reproach, flaw' (Epir; cf syn ψεγάδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες