Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άψογα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άψογα [ápsoγa] adv (L)
  • faultlessly, flawlessly, impeccably, immaculately (syn άπταιστα 1, αψεγάδιαστα):
    • ~καθαρός, ντυμένος, περιποιημένος, σχεδιασμένος |
    • ~ επαγγελματικό μακιγιάρισμα |
    • φέρεται ~ |
    • το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί ~ |
    • εικόνες και σχέδια αποδίδονται ~ |
    • διευθύνει ~ τη διαδικασία |
    • είχε σχηματίσει στο γραφείο της τεράστιο αρχείο πληροφοριών .. ~ ταξινομημένο (Papantoniou) |
    • άκουσαν .. έναν ξένο διανοούμενο να μιλάει ~ τη γλώσσα τους (Chatzinis) |
    • θα εκτελέσει ~ την εντολή (Samarakis) |
    • poem κι έμενε ολόγυμνος· ~ωραίος· ένα θαύμα (Kavafis)

[der of άψογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες