Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άψητος, επίθ.· ανήψιστος.
-
- (Προκ. για κλωσμένα νήματα) που δε βράστηκαν (για να γίνουν λευκά και στιλπνά):
- όργο σκουλουδάρικο ανήψιστο (Bαρούχ. 4867).
[<στερ. α‑ + ψήνω. O τ. <επίθ. ανήψητος (Βλάχ., ΙΛ, λ. άψ‑) αναλογ. με τα επίθ. σε ‑ιστος· απ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- (Προκ. για κλωσμένα νήματα) που δε βράστηκαν (για να γίνουν λευκά και στιλπνά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άψητος -η -ο [ápsitos] Ε5 : 1α.που δεν τον έχουν ψήσει καθόλου ή που δεν τον έχουν ψήσει αρκετά, έτσι ώστε να γίνει κατάλληλος για να φαγωθεί: Άψητο ψωμί / ψάρι / αρνί. Εντελώς ~, ωμός. Άφησες το κρέας άψητο. β. για αντικείμενα από πηλό, τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε υψηλή θερμοκρασία για να σκληρύνουν: Άψητη στάμνα / πορσελάνη. Άψητο τούβλο / κεραμίδι. 2. (μτφ., προφ.) για άνθρωπο που δεν έχει αποκτήσει ακόμα εμπειρία και ωριμότητα μέσα από σκληρές και μακρόχρονες δοκιμασίες: Είναι άβγαλτος κι ~ σαν μικρό παιδί. Nεαρός τεχνίτης ~ ακόμα στην τέχνη του, άπειρος, άμαθος, ασυνήθιστος.
[α- 1 ψή(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψητος, -η, -ο [ápsitos]
- ① not (sufficiently) cooked or roasted, uncooked, undercooked, raw (syn αγίνωτος 1b, αμαγείρευτος 1, ωμός, ant ψημένος, ψητός):
- άψητο κρέας, ψάρι
- ⓐ not cleaned by boiling, unprocessed, raw (syn άβραστος 2b):
- άψητο μετάξι
- ⓑ not (sufficiently) fermented, unseasoned, unaged (syn άβραστος 2, αγίνωτος 1c):
- ~μούστος |
- άψητο κρασί
- ② not (sufficiently) baked, unbaked, half-baked (ant ψημένος):
- άψητη πίτα |
- άψητο κουλούρι, ψωμί
- ⓒ not hardened by fire, unbaked, unfired:
- έφραξε το δρόμο μου ένας τοίχος από άψητα τούβλα (Tsirkas) |
- προσπάθησαν .. να φτιάξουν σκεύη από πηλό άψητο χωρίς επιτυχία (NPlaton)
- ③ not fully grown or developed, unripe, green (syn αγίνωτος 2, άγουρος 1, ανώριμος 1):
- άψητα αχλάδια, σταφύλια, στάχυα
- ⓓ fig undeveloped, immature, young (syn αγίνωτος 3, άγουρος 2, ανώριμος 1b, άπηχτος 2):
- άψητο μυαλό |
- ήταν λιγνό κι άψητο παιδί, αμάθητο ακόμα από μεγάλο κόπο (Levantas)
- ⓔ inexperienced, unseasoned, green (syn αξέβγαλτος 3, άπειρος1 1, ant ψημένος):
- ~ναυτικός |
- είναι ακόμη ~στη δουλειά
- ④ not fully set up, unfinished, uncompleted, unconcluded (near-syn αμαγείρευτος 2, ant ψημένος):
- άψητη δουλειά, κομπίνα
[fr postmed (Somavera) άψητος, cpd w. ψητός ← AG ἑψητός 'boiled' (cf LK ἀνέψητος 'unboiled'); cf κακόψητος, καλό-, μισόψητος]
- ① not (sufficiently) cooked or roasted, uncooked, undercooked, raw (syn αγίνωτος 1b, αμαγείρευτος 1, ωμός, ant ψημένος, ψητός):