Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψη [ápsi] η, (& άψα)
- ① intense heat (syn κάυσωνας L, κάψα, κάψιμο):
- ~ανυπόφορη, πνιγερή |
- ~ του καλοκαιριού, του μεσημεριού |
- τους είχε κάψει τις πουκαμίσες μες στην άψα της η φλόγα (Petsalis) |
- κατακάθιζε μέσα του η ~ του δρόμου, τα μαλλιά του άχνιζαν (Sevastakis)
- ② excitement, flush, heat (syn άναμμα 1b, άναψη 2, έξαψη, φούντωμα):
- τον έπιαναν .. οι άψες του, .. σαν άρχιζε να μιλά για κείνα τα λεύτερα πειραματικά σκολειά (Myriv) |
- ξεροκοκκίνιζε από την ~του χορού κι από την ντροπαλιά (Prevelakis) |
- poem .. στην άψα της λαχτάρας | μαργαριτάρι ιδρώτα χύνουνε κι αγριαλαφίνας μόσκο (Kazantz Od 6.371)
- ③ fig height or peak of an action or condition, heat (near-syn ακμή 1):
- πασχίζανε να γλυτώσουνε από την ~της μάχης (LAkritas) |
- είναι πάντα περιποιημένες, .. ακόμα και μες στην ~ της δουλειάς (Theotokas) |
- τον ορμήνεψε σαν πατέρας το παιδί, όσο να γλυκάνει η άψα του καημού του (Petsalis) |
- κόπηκε σαν το παιδί, που το 'πιασαν στην ~ της αγριμισιάς του (Kastanakis)
- ⓐ age of vigor or liveliness, prime, bloom, acme (syn ακμή 1b, άνθος 2b):
- μόλις που θα 'χε πατήσει τότε τα εικοσιπέντε η Λ.· απάνου στην ~της (Panagiotop)
[fr postmed (Somavera) άψη bes άψις ← AG ἃψις (: ἃπτω) 'kindling, setting on fire, burning']
- ① intense heat (syn κάυσωνας L, κάψα, κάψιμο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηλά, -ός s. ψηλά, -ός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηλάφητος, -η, -ο [apsiláfitos] (L)
- ① not fingered, untouched (syn άγγιχτος 1, απασπάτευτος a)
- ⓐ intangible, untouchable, impalpable (syn in άψαυστος):
- η ιδέα, αψηλάφητη κι ασύλληπτη βρίσκεται μέσα σ' έναν κύκλο ιδανικό (Chourmouzios) |
- poem κι ωσά χειμώνανθου πνοή ξεχύθηκε βαθιά μου | το δώρο το αψηλάφητο κλ (Proestop)
- ② fig unexamined, uninvestigated, unexplored (syn ανεξέταστος, ανερεύνητος 2):
- εκφράζει την απόλυτη αδιαφορία του για κάθε μυστήριο και κάθε αίνιγμα αψηλάφητο (Chourmouzios, adapted) |
- υποχρεώνει το πνεύμα του να συλλάβει μέσα απ' την συμπύκνωση του αψηλάφητου εαυτού του το κριτικό σπέρμα (Diomatari)
[fr kath αψηλάφητος (also dial αψηλάφετος Pontic) ← PatrG, K 'not tried, untested' (Polyb.), cpd w. ψηλαφητός 'that can be felt' (: ψηλαφῶ); cf ἄψαυστον .. ἀψηλάφητον Hesych.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηλάφιστος, επίθ.
-
- Που δε μπορεί να τον ψηλαφίσει κανείς:
- αψηλάφιστον κορμίν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 173).
[<μτγν. επίθ. αψηλάφητος κατά τα επίθ. σε ‑ιστος]
- Που δε μπορεί να τον ψηλαφίσει κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηλο- s. ψηλο-.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψηλός -ή -ό [apsilós] Ε1 : (λογοτ.) ψηλός.
[< ψηλός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-psi > enapsi > en-apsi] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψήλου [apsílu] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) στην έκφραση τ΄ ~, ψηλά: Nα ΄μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ΄ ~.
[αψηλ(ός) -ου αναλ. προς επιρρ. σε -ου: απάνου]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήλου τ' s. του ψήλου.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψηλώνω [apsilóno] Ρ1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) ψηλώνω.
[αψηλ(ός) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηλώνω s. ψηλώνω.