Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άψαχτος -η -ο [ápsaxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψάξει.
[α- 1 ψακ- (ψάχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψαχτος, -η, -ο [ápsaxtos]
- unsearched, unrummaged, uninvestigated (syn αψαχούλευτος, near-syn ανερεύνητος 2):
- δεν άφησε γωνιά του σπιτιού άψαχτη |
- poem μέσα σε ανήλιαγα, σ' άψαχτα βάθη | μια πολιτεία, μιαν άλλη γη ξέρω (Palam)
[cpd w. *ψαχτός, this fr ψαυστός; cf άψαυστος]
- unsearched, unrummaged, uninvestigated (syn αψαχούλευτος, near-syn ανερεύνητος 2):