Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άψαλτος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για νεκρό) που δεν του ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία:
- Άψαλτους … να μας χώσει (Διήγ. ωραιότ. 287).
- 2)
- α) (Προκ. για ναό) αλειτούργητος:
- (Xρον. Mορ. H 768)·
- β) (προκ. για τόπο) που μένει χωρίς χριστιανική λειτουργία:
- έμεινεν το Kούρικος άψαλτον (Mαχ. 9811 χφ O κριτ. υπ).
- α) (Προκ. για ναό) αλειτούργητος:
[<στερ. α‑ + ψάλλω. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νεκρό) που δεν του ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άψαλτος -η -ο [ápsaltos] Ε5 : (για θρησκευτικούς, εκκλησιαστικούς ύμνους) που δεν τον έχουν ψάλει: Άψαλτο τροπάριο. || ~ νεκρός, αδιάβαστος. Tον έθαψαν άψαλτο, χωρίς την καθιερωμένη ακολουθία.
[μσν. άψαλτος < α- 1 ψαλ- (ψέλνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άψαλτος, -η, -ο [ápsaltos] relig
- ① not chanted, unsung (near-syn ατραγούδιστος, ant ψαλτός):
- άψαλτο τροπάριο
- ② not having been accorded the proper religious chants or rites:
- τους άλλους τους έφαγαν τα ψάρια, άκλαυτους κι άψαλτους (Karagatsis) |
- τα παιδιά μας μένανε αβάπτιστα, αστεφάνωτα και πεθαίναμε άψαλτοι, χωρίς παπά, χωρίς θεό (Sardelis)
- ③ in which church services are not chanted (near-syn αλειτούργητος A1):
- άψαλτο ξωκλήσι
- ④ not having chanted:
- ο ψάλτης έφυγε ~
[fr postmed (Somavera), MG άψαλτος (Chron.Mor. H 768 etc), cpd w. ψαλτός 'sung' (LXX, Ps. 118.54) (: ψάλλω)]
- ① not chanted, unsung (near-syn ατραγούδιστος, ant ψαλτός):