Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άχυρο το [áxiro] Ο42 : 1α.το αποξηραμένο στέλεχος των δημητριακών μετά την αφαίρεση του καρπού από το στάχυ: ~ από σιτάρι / κριθάρι / βρίζα. || Kαλύβα σκεπασμένη με ~. β. μικρά κομμάτια από άχυρο που χρησιμοποιούνται ως τροφή μεγάλων ζώων: Παχνί γεμάτο ~. 2. (μτφ.) που θυμίζει άχυρο στη γεύση ή στο χρώμα: Kρέας / τυρί σαν ~, άνοστο. Mαλλιά σαν άχυρα, πολύ ξανθά και ίσια. ΦΡ (δεν) τρώω άχυρα, (δεν) είμαι εύπιστος ή ανόητος. γυρεύω / ψάχνω ψύλλους* στ΄ άχυρα. έχει άχυρα (μέσα) στο κεφάλι του, δεν έχει μυαλό, είναι τελείως βλάκας. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) ~.
[μσν. άχυρο < αρχ. ἄχυρον]
- άχυρο [áçiro] το, (& άχερο)
- straw, hay, chaff:
- καλύβα από ~ |
- μαλλιά σαν ~ |
- prov γυρεύει ψύλλους στ' άχυρα he is looking for a needle in a haystack |
- όποιος πηγαίνει στ' άχυρα τον τρώνε οι ψύλλοι he who plays w. fire gets burned (syn phr όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες) |
- δίνει στο σκύλο άχερα και στο γαϊδούρι κόκκαλα he gives hay to the dog and bones to the donkey (said of people who make ill-assorted or incompatible matches) |
- ούτ' ο σκύλος τρώει ~ ούτε το γάιδαρο αφήνει να φάει the dog does not eat hay but does not let the donkey eat it either (said of people who do not let others enjoy what they themselves cannot) |
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρα he cannot divide feed between two donkeys, i.e. he is unable to do the simplest job |
- fig phr τρώει άχυρα he does not perceive or understand what is going on around him |
- το κορμί μου καίγεται σαν το ξερό το ~ στη φωτιά του δρυμού (Palam) |
- το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο ~ (Karkavitsas) |
- έριξε στο τελευταίο παχνί ένα κόσκινο αλεσμένα κουκιά, τ' ανακάτεψε με τ' ~ κι ετοιμάστηκε να βγει (Kranidiotis) |
- poem θα 'χε το δέντρο μια φωλιά απ' ~ ή χνούδι | και σπίνος μέσα ή κότσυφας γλυκά θα μου ετραγούδει (Gryparis) |
- .. ετοίμαζαν για τους θεούς | τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα σ' ~ σίτου κλ (Ritsos)
[fr postmed, MG άχερο(ν) bes άχυρο(ν) ← K (also pap), AG ἄχυρον]
- straw, hay, chaff:
- αχυρο- [a
iro] & αχερο- [a ero] & αχυρό- [a iró] ή αχερό- [a eró], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αχυρ- [a ir] ή αχερ- [a er], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. είναι κατασκευασμένο από άχυρο: αχυρόστρωμα, αχεροκαλύβα. β. περιέχει άχυρο: αχερόδεμα, ~κοπριά. γ. προορίζεται για το άχυρο: αχεραποθήκη. δ. (μτφ.) αχυράνθρωπος. [αρχ. ἀχυρ(ο)- θ. του ουσ. ἄχυρο(ν) ως α' συνθ.: ἀχυρο-δόκη `αχυρώνας΄· θ. του ουσ. άχερ(ο) -ο-]
- αχυρο- [açiro] (& αχερο-) 1st me of cpds
- ① of or pertaining to straw, hay, or chaff, e.g. αχυρόδεμα, αχυροδετικός, αχυροκοπτικός etc
- ② of, with, or by straw, hay, or chaff, e.g. αχυροπλεγμένος, αχυροσκεπασμένος, αχυροστέγη etc
[der of άχυρο]
- άχυρο(ν) το· άχερο· άχερον· έχερο.
-
- Άχυρο:
- στ’ άχερα κοιμούμαι (Eρωτόκρ. E´ 999).
[αρχ. ουσ. άχυρον. H λ. (‑ο) και σήμ.]
- Άχυρο:
- αχυροθήκη η.
-
- Aχυρώνας:
- της γης η αχυροθήκη (Φυσιολ. (Zur.) ΧΧΙ 13).
[μτγν. ουσ. αχυροθήκη]
- Aχυρώνας:
- αχυροκαλύβα [açirokalíva] η, (also αχεροκαλύβα & αχυροκάλυβα)
- hut made of straw (syn αχυροκάλυβο):
- δεν έχει στέγη εκεί ούτε μια ~ ποιμένων τουλάχιστον (Drosinis) |
- ζούσα στην ~ αυτή όπως το ψάρι στο νερό (Ouranis) |
- εγευμάτιζαν έξω από την ~ ή την πέτρινη κατοικία τους (Floros) |
- κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκαλύβες, κάτω πλατιές, ψηλά στενές, όπως χωνιά αναποδογυρισμένα (KChatzop)
[cpd od αχυρο- & καλύβα; the form accented -κάλυβα (f.) by shifting the accent of -καλύβα]
- hut made of straw (syn αχυροκάλυβο):
- αχυροκάλυβο [açirokálivo] το, (& αχεροκάλυβο) = αχυροκαλύβα
- :
- μπρος σε αχυροκάλυβα γέροντες αγρότες και γερόντισσες .. αγναντεύουν τον υγρό κάμπο (Glezos) |
- ούτε ~ απόμεινε ουδέ χωράφι μήτε σπυρί για τα πουλάκια να τσιμπάνε (Petsalis) |
- poem τ' αχεροκάλυβα κουνήθηκαν, ανοιγοκλείσα οι πόρτες (Kazantz Od 16.745)
[cpd w,. combin form -κάλυβο (καλύβα); cf βλαχοκάλυβο, ξυλο-, σπιτο-, φτωχοκάλυβο etc.]
- αχυρόκοπρος ο — η — ‑ον το.
-
- Σωρός κοπριάς με άχυρα:
- υπάγει (ενν. η αλεπού) εις αχυρόκοπρον (Φυσιολ. (Legr.) 521).
[<ουσ. άχυρο(ν) + κόπρος ή κόπρον. H λ. ως ουδ. στο Du Cange]
- Σωρός κοπριάς με άχυρα:
- αχυρόλασπη [açirólaspi] η, (& αχερόλασπη) build.
- mortar made of clay and straw (syn αχυροπηλός)
[cpd w. λάσπη; cf καρβουνόλασπη, κρασό-, μπαρουτόλασπη]