Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχτι
32 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχτι το [áxti] Ο (άκλ.) : (προφ.) κυρίως στις εκφράσεις: έχω ~: α. έντονη επιθυμία για εκδίκηση: Δεν ξέρω γιατί μου έχει τόσο ~. β. (λαϊκότρ.) έντονη επιθυμία, λαχτάρα για κτ.: ~ το ΄χω να μείνω στο Xίλτον. ~ το ΄χε να παντρέψει την κόρη του. βγάζω το ~ μου, εκδικούμαι: Tον έδειρε για να βγάλει το ~ του. Ήρθε η ώρα να βγάλω το ~ μου.

[τουρκ. ahd, ahit `όρκος, υπόσχεση΄ (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχτι [áxti] το,
  • ① ardent desire, longing, yearning (syn μεράκι, πόθος):
    • phr (το) έχω ~ να .. I yearn to .. |
    • βγάζω το ~ μου give vent to or satisfy one's desires |
    • έχει ~ να παντρέψει τη κόρη του |
    • είχε εκεί ένα πατρογονικό κάστρο, που του το 'χανε πάρει οι Bενετσάνοι και το 'χε ~ να το πάρει πίσω (Petsalis) |
    • για να βγάζει το ~ της, τα συμφώνησε με τον αρχιμουνούχο και κάπου κάπου ξεπόρτιζε (Tsirkas) |
    • όσο μπορούμε να βγάζουμε ακόμη το ~ μας, όσο δε μας το βουλώνουνε το στόμα, υπάρχει ακόμη ελπίδα (Kastanakis)
  • ② grudge, rancor, animosity, anger (syn έχθρα, κακία, μνησικακία):
    • phr του (or τον) έχω ~ I bear a grudge against him |
    • δε χόρτασε το ~ του μ' αυτό το φονικό, γράφτηκε κι αυτός εθελοντής να σκοτώσει Tούρκους (Myriv) |
    • μεθυσμένοι από το ~ τους οι φαντάροι ρίχνονται με τόση ορμή πάνω στους φασίστες, που κυριολεκτικά τους διαλύουν (ChZalokostas) |
    • φέρανε τη βέργα και πήρανε σειρά· ο στραβός τις κατέβαζε με ~, δεν αστοχούσε καμιά (Tsirkas) |
    • folks. να καείς, να γίνεις στάχτη, | νά βγει της καρδιάς μου τ' ~ (Theros) |
    • poem .. οι τύραννοι της γης | σ' εσέ κίνησαν με ~, | όμως έστρεψαν ευθύς (Solom) |
    • να ψάλει σ' άλλη γη μ' αγγέλου λύρα | το τραγούδι, τρισεύγενή σου κλήρα, | που τ' άχτια κάθε ζήσης ειρηνεύει; (Mavilis) |
    • κι όποια καράβια εκείθε τύχουνε, | το ~ της σα στοιχειό τα κρούει (Skipis)

[fr Turk ahd 'promise, obligation']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχτίδα η [axtíδa] Ο26 : I.(λογοτ.) ακτίνα: Οι αχτίδες του ήλιου. Mια ~ ελπίδας. II. περιφερειακή οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος: Επιτροπή / γραφεία / συνεδρίαση της αχτίδας.

[μσν. *αχτίδα (στη σημ. I) < ακτίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακτ(ίνα) μεταπλ. -ίδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτίδα1 s. also ακτίνα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αχτίδα2 [axtí∂a] η,
  • ① line of light, ray, beam, streak (syn ακτίνα 1, αχτιδιά 1):
    • αχνή, θαμπή, λαμπρή, φωτεινή, χλωμή ~ |
    • ~ ανοιξιάτικη, πρωινή |
    • ~ του αστεριού, του φεγγαριού, της χαραυγής |
    • ~ του ήλιου (syn ηλιαχτίδα) |
    • λίγες αχτίδες έμπαιναν στην κάμαρα από το παράθυρο (Xenop) |
    • σβήνει τη λάμπα, για να μη φανεί η παραμικρή ~ φως από το παράθυρο (AVlachos) |
    • τα εικονίσματα δεν τα ζωντάνεψε ποτέ ~ ημέρας (Terzakis) |
    • poem κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους (Karyotakis)
  • ⓐ sparkle or glitter emitted as if in the form of rays, radiance:
    • folkt λάμπ' η ομορφιά της κι από τις αχτίδες της σκιάζονται τ' άλογα (Loukatos) |
    • poem .. αχτίδες μέσ' από τα μάτια σου | τινάχτηκαν μες στο σκοτάδι (Skipis) |
    • κι έναν αιώνα ίσως δεν είδα, | μητέρα, την ολόθερμη | του μέτωπού σου ~ (id.) |
    • ω λόγχη, αστραφτερή απ' ατσάλι ~ (Barlas)
  • ② fig sth enlightening or illuminating, moral or intellectual light, ray:
    • ~ αρμονίας, δόξας |
    • [το βιβλίο] μού σκόρπισε στο νου τις πρώτες αχτίδες (Palam) |
    • από την αντιπαράθεσή τους μπορεί κάτι να βγει, ένα φως, μια ~ αλήθειας (Terzakis) |
    • οι πρώτες αμφίβολες αχτίδες της συνείδησης .. πέφτουν επάνω στη ζωή (Chatzikostas) |
    • poem .. αφώτιστοι απ' της τέχνης την ~ (Mavilis)
  • ⓑ trace of positive, beneficial, or encouraging presence, gleam, glimmer, ray (syn ακτίνα 1d, αχτιδιά 2):
    • ο M. ήταν η μόνη ~ στη θλιμμένη ελαφρότητα του έργου, ο μόνος ανασασμός (Athanasiadis-N) |
    • μια ~ ελπίδας άστραψε στα μάτια της (Bastias) |
    • υπάρχει κάποια ~ σωτηρίας (Tatakis)
  • ③ polit unit in the hierarchy of the communist party above the cell and below the municipal or regional committee:
    • οργανώνοντας τα κόμματά τους κατά αχτίδες .. και μιμούμενοι εξωτερικά την κομμουνιστική μηχανή λησμονούν .. την εκμετάλλευση της δυστυχίας (Tsatsos) [fr postmed ακτίδα, der of (AG [+] àκτίς gen àκτÖνος) fr ακτίνα f 'ray' (Chrys. ante exil. 1.3

[Migne 3.417C]) w. interference of nouns in -ίδα such as ἁψῖδα (gen -ῖδος), ἐλπίδα (ἐλπίς 'hope'), ἀκρίδα (ἀκρίς 'locust' Hom.), πικρίδα (πικρίς 'a certain bitter herb'), and so also ἀχτίδα (for ἀκτῖνα), (tm)λιαχτίδα etc; thus ακτίνα dial. in Nisyros &]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτιδένιος, -α, -ο [axti∂énjos]
  • made up of rays:
    • το φεγγάρι .. ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του (Christomanos)

[der of αχτίδα w. suff -ένιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτιδιά [axti∂já] η,
  • ① ray, beam, streak (syn in αχτίδα 1a):
    • άμα προσέχεις, ούτε μισή ~ δε σου ξεφεύγει (Psichari) |
    • ξεχώριζε η ~ του ήλιου γελαζούμενη (Kastanakis) |
    • poem και λες μακριές γαλάζες αχτιδιές πετούσε η κεφαλή του (Kazantz Od 3.1399)
  • ② fig gleam, glimmer, ray (syn in αχτίδα 2b):
    • ν' απολάψει του ήλιου το φως, τη στερνή του ~ της αγάπης (Psichari)

[der of αχτιδέα, der of αχτίδα w. suff -αία, -έα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτιδίζω [axti∂ízo] ipf αχτίδιζα
  • emit rays of light, shine, beam, glow (syn in ακτινοβολώ 1a):
    • poem .. το φωτεινό σημάδι π' αχτίδιζε και θάρρευα πως έλαμπε διαμάντι (Peresiadis) |
    • .. άνοιξα | τα παράθυρα, | τ' αστέρια πλησιάζοντας ν' αχτιδίζουν | στα πρόσωπα (Vrettakos) |
    • αχτιδίζαν δυο διάφανες λίμνες, τα μάτια σου (id.)

[der of αχτίδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχτιδικός -ή -ό [axtiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αχτίδαII: Aχτιδική επιτροπή.

[λόγ. αχτίδ(α)II -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτιδικός, -ή, -ό [axti∂ikós]
  • of or pertaining to a unit in the hierarchy of the communist party above the cell and below the municipal or regional comittee:
    • αχτιδική οργάνωση, συνδιάσκεψη

[der of αχτίδα2 3]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες