Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άχρωμος, επίθ.
-
- 1) Που δεν έχει καθορισμένο χρώμα:
- πετρίτης άχρωμος (Διγ. Esc. 1503).
- 2) Aδιάντροπος:
- άχρωμος εις την ασχόλησίν σου (Λίβ. Sc. 850).
[αρχ. επίθ. άχρωμος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει καθορισμένο χρώμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άχρωμος -η -ο [áxromos] Ε5 : 1.που δεν έχει χρώμα: Tο νερό είναι άχρωμο. || που δεν έχει ζωηρό χρώμα και κυρίως που είναι υπόλευκος ή κιτρινωπός: Άχρωμο πρόσωπο. Άχρωμα χείλη / μάγουλα. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από την απουσία των στοιχείων εκείνων που δίνουν εκφραστικότητα και ιδιαιτερότητα σε κτ.: Άχρωμη φωνή, μονότονη, επίπεδη. Άχρωμη κυβέρνηση.
άχρωμα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: μσν. άχρωμος < α- 1 χρώμ(α) -ος (διαφ. το αρχ. ἄχρωμος `που δεν κοκκινίζει το πρόσωπό του, ξεδιάντροπος΄)· 2: σημδ. γαλλ. incolore]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρωμος, -η, -ο [áxromos] (L)
- ① lacking color, colorless (syn in άχροος 1):
- ~ ουρανός, τοίχος |
- άχρωμη θάλασσα, πεδιάδα |
- άχρωμο βράδυ, γραφείο, πρόσωπο, τζάμι, φως |
- άχρωμα μαλλιά, μάτια, χείλη |
- να περνάτε την επιφάνεια πρώτα μ' ένα άχρωμο διαφανές βερνίκι |
- αφήνουν τη ματιά τους να χάνεται στο άχρωμο άδειο (Panagiotop) |
- έφερε κοντά του μια φαρμακευτική μποτίλια με άχρωμη σχεδόν σκόνη (Charis) |
- ήταν ένας χλωμός, σχεδόν ~ νέος (DOikonomidis) |
- poem πάνω στο στέρνο μας | έπεφτε | σα μαύρος ογκόλιθος | ο ~ ορίζοντας του στρατόπεδου (Geranis)
- ⓐ black-and-white (syn ασπρόμαυρος 1, μαυρόασπρος, ant έγχρωμος):
- ~ πίνακας |
- άχρωμη τηλεόραση, φωτογραφία
- ② lacking local color, colorless, undistinctive:
- άχρωμη επαρχιακή πόλη
- ③ fig lacking individuality or variety, undistinctive, characterless, colorless (syn in άχροος 2):
- ~ ρόλος |
- άχρωμη μάζα, προσωπικότητα |
- άχρωμη σιωπή |
- άχρωμες ιδέες, κοινοτυπίες |
- άχρωμο πλήθος |
- να μη μένει η ιστορία απλή διαδοχή από άχρωμα γεγονότα ή πρόσωπα (Delmouzos) |
- το ταξί δεν με οδηγούσε σε κάποιο άχρωμο ξενοδοχείο (Karagatsis) |
- η μίμηση των ξένων τρόπων μάς κάνει άχρωμους (Loukatos)
- ⓑ lacking feeling, spontaneity, or excitement, drab, dull, colorless:
- άχρωμη εποχή, ηγεσία, ηθοποιία, φράση |
- άχρωμο θέμα, μυθιστόρημα, ύφος |
- άχρωμη καθημερινή ζωή |
- άχρωμη έκφραση προσώπου |
- τυπική και άχρωμη καθαρεύουσα |
- αναστέναξε κι η ματιά του γίνηκε πιο άχρωμη (Karagatsis) |
- πουθενά .. δεν υπάρχει αυτή .. η άχρωμη και άδροση σειρά των μελετημένων κινήσεων, που βλέπομε στις επιδείξεις των σχολικών χορών (Papanoutsos) |
- έγραψε πλήθος άχρωμους στίχους (Dimaras)
- ⓒ lacking feeling or modulation, motonous, colorless:
- άχρωμη φωνή |
- άχρωμο μουρμουρητό |
- μιλά στο μικρόφωνο .. με έναν τρόπο τόσο μηχανικό, τόσο άχρωμο (Thrylos)
- ④ not marked by any special involvement or inclination, neutral, indifferent (syn ουδέτερος):
- οι διατάξεις των κωδίκων .. είναι άχρωμες (Vacalop) |
- για να γεμίσω τα κενά της συναντήσεως, προσφεύγω σε θέματα άχρωμα και άοσμα (Palaiologos) |
- μια ενέργεια απρόσωπη και ανεύθυνη, ηθικά όλως διόλου άχρωμη (Kakridis)
[fr MG άχρωμος ← LK, AG (Hippocr, Artemidorus), cpd w. χρῶμα; cf βαθύχρωμος, δί-, ἐγ-, εὔ-, κυανό-, πολύχρωμος etc]
- ① lacking color, colorless (syn in άχροος 1):