Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχρονος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άχρονος, επίθ.
  • (Θεολ., προκ. για το Θεό) που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό:
    • πατήρ άναρχος ου μόνον ως άχρονος (Ψευδο-Σφρ. 5165).

[μτγν. επίθ. άχρονος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχρονος -η -ο [áxronos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται σε χρονικά όρια: Ο Θεός είναι ~, αιώνιος. 2. (μουσ.): Άχρονη μελωδία, χωρίς κανονικό μουσικό χρόνο. άχρονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἄχρονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχρονος, -η, -ο [áxronos] (L)
  • ① independent of or unaffected by time, transcending temporal relations, atemporal, intemporal, timeless (ant χρονικός):
    • ~ |
    • άχρονη αξία, δικαιοσύνη, παράδοση |
    • θα πρέπει η άχρονη ιδέα να πραγματωθεί σε μιαν ορισμένη φάση του χρόνου (Tsatsos) |
    • να αρθεί η θρησκευτική διδασκαλία επάνω από το νόημα της ιστορίας, να γίνει άχρονη (Dimaras) |
    • στην τόσο πλούσια ελληνική μυθολογία .. καμιά ιστορία δεν μένει άχρονη, άτοπη και απρόσωπη (Kakridis) |
    • ο μαθηματικός νόμος .., ~ |
    • poem .. πάνε εκατό χρόνια | κι ας πάνε· η θύμηση άχρονη μπροστά σου | θα γονατίζει κλ (Palam)
  • ② mus having no fixed or regular time or rhythm:
    • άχρονη μελωδία
  • ③ gramm not expressing time, atemporal:
    • ~
  • ⓐ having no tense or finite verbal form, tenseless:
    • άχρονη πρόταση
  • ④ region. not having completed one year (since birth, death etc) (syn in αχρόνιαστος 1):
    • άχρονο παιδί

[fr postmed (Somavera), ByzG άχρονος ← PatrG, K, cpd w. χρόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες