Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρονα [áxrona] adv (L)
- without reference or regard to time:
- το θετικό δίκαιο .. εμφανίζεται αδελφωμένο με τον ~ |
- το πρόβλημα του κακού συχνά το επισημαίνουν .. εντελώς ~, αντιιστορικά και αφηρημένα (Dizikirikis)
[der of άχρονος; cf αχρόνως 'timelessly etc']
- without reference or regard to time: