Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άχρηστος, επίθ.
-
- 1) Που δε χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, αχρησιμοποίητος:
- (Διήγ. παιδ. 837), (Σπαν. A 444).
- 2) Tαπεινός, ασήμαντος:
- άχρηστον άνδρα (Διγ. Z 2323).
- 3) Άκυρος:
- ο γάμος άχρηστός εστιν (Eλλην. νόμ. 5541).
- 4) Aνόητος, απερίσκεπτος:
- άχρηστον γεωργόν (Σπαν. B 365).
- 5) Aισχρός, ανήθικος:
- πόρνη άχρηστος (Πουλολ. 187).
[αρχ. επίθ. άχρηστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, αχρησιμοποίητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άχρηστος -η -ο [áxristos] Ε5 : 1α.του οποίου η χρησιμοποίηση δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, δεν ικανοποιεί καμία ανάγκη, που δεν είναι χρήσιμος: Άχρηστο δώρο. Πέταξα ένα σωρό άχρηστα χαρτιά. Aυτό πάρ΄ το, αν θέλεις· μου είναι άχρηστο. || (ως ουσ.) τα άχρηστα: Tο καλάθι των αχρήστων, μικρό καλαθάκι γραφείου για τα άχρηστα χαρτιά. || Άχρηστες γνώσεις. Οι συμβουλές μου αποδείχτηκαν άχρηστες, ανώφελες. β. για κπ. που δεν προσφέρει ή που δεν μπορεί να προσφέρει καμία υπηρεσία, που είναι ανίκανος για οποιαδήποτε δραστηριότητα: Άνθρωπος ~ στην κοινωνία. Γέρος κι ~. || Kαλύτερα να τον απολύσουμε· είναι εντελώς ~, ανίκανος. Φύγε από δω, βρε άχρηστε! 2. (επιστ.) που δε χρησιμοποιείται πια, που έχει πέσει σε αχρηστία. α. (αρχ. γραμμ.) ~ τύπος / χρόνος, που υποτίθεται ότι υπάρχει, χωρίς να συναντάται στα κείμενα. β. (φυσιολ.): Άχρηστο όργανο, που έχει ατροφήσει λόγω της μετεξέλιξης του οργανισμού.
[αρχ. ἄχρηστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχρηστος, -η, -ο [áxristos]
- ① of no avail or value, useless, worthless, no-good (syn ανωφέλευτος, ανώφελος, ant χρήσιμος):
- ~ |
- άχρηστη γνώση, εργασία, προσπάθεια, σαβούρα |
- άχρηστο υλικό, φορτίο |
- αμφιβάλλω αν καθετί που λέμε νεύρωση είναι .. κοινωνικά αρνητικό ή ατομικά άχρηστο (Karantonis) |
- επειδή .. δεν θα έχουν τη δύναμη να σταθούν εκεί όπου θα τους τοποθετήσομε, θα μας είναι άχρηστοι (Georgoulis) |
- έδινε διαταγή να σκοτώσουν τα κορίτσια μόλις γεννιούνταν, σαν άχρηστα στόματα (Evelpidis) |
- ουδείς μου προσέφερε ποτέ δουλειά! σαν να 'μουνα άχρηστη και για το πιο μικρό .. πόστο (Stratou)
- ⓐ useless, needless, unnecessary (near-syn άσκοπος, περιττός):
- ~ |
- άχρηστη συζήτηση |
- σιχαίνομαι τους άχρηστους και φανταχτερούς ηρωισμούς (Panagiotop) |
- μερικές διευκρινίσεις δεν θα ήταν άχρηστες (Christidis) |
- να μειωθούν οι αντιπαραγωγικές επενδύσεις και η άχρηστη κατανάλωση (Zachareas)
- ② unusable, unserviceable:
- η γριά .. πήγαινε προς το καλύτερο· .. αλλά το δεξί της χέρι έμεινε άχρηστο (Moskovis)
[fr postmed, MG άχρηστος ← K (also pap), AG, cpd w. (Batrachom.+) χρηστός; cf δύσχρηστος & εὐχρηστος, (tm)μί-, πολύχρηστος etc]
- ① of no avail or value, useless, worthless, no-good (syn ανωφέλευτος, ανώφελος, ant χρήσιμος):