Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άχνη η [áxni] Ο30α : 1.σκόνη σε λεπτότατους κόκκους: Aλεύρι / ζάχαρη ~. || ~ υδραργύρου. 2. (λογοτ.) ο αχνός.
[αρχ. ἄχνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχνη [áxni] η, (& άχνα)
- ① vapor, steam (syn in άχνα 1):
- από τη ζεστήν ~, που ξεφυσούσε το καμένο ξύλο, έβγαινε η πηκτή μυρουδιά (Myriv)
- ② heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency and visibility, haze, mist (syn in αχλύς 1):
- ~ γαλάζια, διάφανη, παγωμένη, φωτεινή, χρυσή |
- ~ της αντηλιάς, των κεριών, του φωτός, του ωκεανού |
- διώξαν την ~ από τα μάτια τω δυο γερόντων και φανερώθηκαν μπροστά τους (Palam) |
- είχε ~ ζεστή πάνω απ' τη θάλασσα, πάνω απ' τη γη που έβραζε (Venezis) |
- βρέθηκα .. μέσα σ' ένα σύννεφο νερών, σκόνης νερού και άχνης (Thrylos) |
- κάτω από 15 βαθμούς .. χαλάει η σύσταση του ατμού και κατακάθεται απάνω στα πράγματα κάποια ~ του (Saratsis) |
- poem .. φουσκωτά κυλούν τα κύματα κι η ~ ψηλά σκορπιέται (Homer Il 11.307 Kaz-Kakr)
- ⓐ sth obscuring or hiding objects or ideas, blur, haze, mist (syn in αχλύς 2):
- ~ του μύθου, του παρελθόντος, του χρόνου |
- τη ματιά του .. τη θόλωνε μιαν ~ ονειροπαρσιάς (KPolitis) |
- ξανοίγει κάπου μακριά, μέσα στην ~ του οραματισμού, την Aθήνα (Panagiotop) |
- μέσα στη λυρική ~ της μνήμης του η ειρωνεία του σπινθηρίζει συνεχώς (Theotokas)
- ③ vapors exhaled as breath, condensed breath (syn αχνός1 3, χνότο):
- έβλεπε τους .. ανθρώπους να περνάνε πλάι, μπαμπουλωμένοι ως τ' αυτιά, να φυσάνε την ~ τους ανάμεσ' από τ' αξούριστα γένεια (Myriv)
- ⓑ w. neg (not) a sound, (not) a whisper (syn in άχνα 4b):
- ~, μωρέ Aρετή, δε βγήκε από στόμα κι ουτ' ένας δε βρέθηκε ν' αντιμιλήσει (Bastias) |
- poem τα χείλη σου, που τα κρατάς ερμητικά κλειστά, | λες πως δε βγάζουν ~ (Skipis)
- ④ fine dust or powder (syn πασπάλη):
- δύσκολο κανείς να κρατήσει στα δάχτυλά του την ~, που τους άφησε η πεταλούδα (Palam) |
- ο αγέρας .. είναι φαρμακερός από την ~ του θειαφιού (Myriv) |
- όλα φαντάζουν ωσάν να τα σκέπασε ξαφνικά μια λεπτότατη ~ από τέφρα (Petsalis)
- ⓒ soot (syn in ασβόλη):
- poem φλομώνει από καπνόν ολόπυκνο | και τους φεγγίτες μ' ~ φράζει (Skipis)
- ⓓ chem, pharm άχνη υδραργύρου mercury chloride, sublimate (syn σουπλιμέ [ς]):
- το πρόσωπό τους σκεπασμένο καλά με πετσιά, τα χέρια τους το ίδιο, .. κι είναι πασπαλισμένα όλα αυτά με ~ υδραργύρου (Petsalis)
- ⑤ fine or sieved flour:
- καλλυντικό .. κατασκευασμένο με άχνα κριθαριού του Λιβάνου (ChZalokostas) |
- folks. τ' αλεύρι μας κρησάρισε, ~ τ' αλεύρι βγάλε (Theros) |
- poem .. αργά γυρνούν οι μύλοι σου, μα βγάνουν ~
- ⓔ ~ ζάχαρη or ζάχαρη ~ confectioner's sugar, powdered sugar:
- όταν ψηθεί το κέικ, το πασπαλίζουμε με ζάχαρη ~
- ⑥ minute quantity, trace (syn ίχνος):
- poem όλα τα δίνεις κι ύστερα μηδέ ~ αλάτι (Agras)
- ⓕ faint impression or suggestion, hint, trace, touch (syn in άχνα 5):
- φανερή είναι ωστόσο η ιωνική αγάπη για την απόδοση της άχνης της σαρκικότητας (Bakalakis) |
- poem .. μια ~ μόνο απ' της ζωής το πνεύμα | θα μένει (Gryparis)
[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) άχνη ← K, AG]
- ① vapor, steam (syn in άχνα 1):