Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχνα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχνα η [áxna] Ο25α : 1.(σε αρνητικές προτάσεις) ο θόρυβος τον οποίο προκαλεί η εκπνοή, ως ο ελάχιστος ψίθυρος, κυρίως στις εκφορές δε βγά ζω / δεν ακούγεται ~: Mη βγάλεις ~! Ούτε ~ δεν ακουγόταν στο υπνοδωμάτιο. || (ως επιφ.): ~!, σιωπή, τσιμουδιά! 2. (λογοτ.) ο αχνός: Σκούπισε με το μανίκι του την ~ από το τζάμι, για να δει καλύτερα.

[αχν(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
άχνα η· άχλα.
  • Ατμός:
    • της καρδιάς μου το καμίνιν βράστην κι άχλαν έχει τόσην (Κυπρ. ερωτ. 11813).

[αρχ. ουσ. άχνη, δωρ. άχνα. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχνα [áxna] η,
  • ① vapor, steam (syn ατμός, άχνη 1, αχνός1 1):
    • το φαΐ βγάζει ~
  • ② heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency and visibility, haze, mist (syn in αχλύς 1):
    • ~θαμπή, καυτερή, σκοτεινή, υγρή, χρυσή |
    • ~ της αυγής, των κεριών, του κύματος, του ουρανού, του σύννεφου |
    • κόκκινη ~ του δειλινού |
    • ~ το νερό τα σκέπαζε από άκρη σ' άκρη (Karkavitsas) |
    • πήραμε πεζή το σκονισμένο δρόμο του κάμπου, που πάνω του χόρευε η ~ του λιοπυριού (Ouranis) |
    • την τύλιξε η ~ το σύννεφο του θειαφιού (Venezis)
  • ⓐ fig sth obscuring or hiding objects or ideas, blur, haze, mist (syn in αχλύς 2):
    • ~ του καημού, του ονείρου |
    • σε λίγες μέρες .. η ~ της Mόσχας είχε φύγει από τα μάτια μου και ξαναείδα το Bερολίνο όπως ήταν, η θεατρική πρωτεύουσα της Eυρώπης (Athanasiadis-N) |
    • ~ μυστηρίου περιβάλλει την παιδική ζωή (Chatzinis, adapted) |
    • η απάντηση δεν θα μπορούσε να περάσει την ~ της θεωρητικής δυνατότητας (Karouzos) |
    • poem .. το εξαίσιο τραγούδι σου, ποιητή, μας βυθίζει | μες στου πόνου την ~ (Myrtiotissa)
  • ③ air exhaled fr the lungs, breath (syn ανάσα 1, αναπνοή 1, πνοή, χνότο):
    • μυρίζει η ~ του |
    • θέλησα να προλάβω προτού .. χαθεί ανεπανόρθωτα η ~ των ανθρώπων, που έκαμαν την ιστορία (Terzakis) |
    • poem κι όλα τα σφράγιζεν η πένθιμη | και κρύα του θάνατου ~ (Skipis)
  • ⓑ breath (of wind), gust, breeze (syn ανάσα 1b, πνοή, φύσημα):
    • δεν είναι ψέματα ο πόντος που κοχλάζει· στην ~ του ανθρώπινο κρέας ψένεται (Vlami) |
    • poem όλο και τρέμει | κάτω απ' την ~ του βοριά | στης εξοχής την ερημιά (Zevgoli)
  • ⓒ breath, emanation, exhalation, odor (syn αναθυμίαση 2, ανάσα 1d, αχνός1 3b, μυρωδιά, πνοή):
    • πάσχιζε να κοιτάξει κλεφτά μέσα στο ντεκολτέ της, ν' ανασάνει μπορεί τη θηλυκιά της ~ (Terzakis) |
    • poem κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια σου γλυκιάν ~ σαν το μύρο (Lapathiotis) |
    • και των κατάφυτων βουνών τα χρώματα έχεις φέρει, | τη θυμωμένη ~ της γης από το νέο χωράφι (Zevgoli) |
    • ~ βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο (Elytis)
  • ④ soft voice or utterance, breath, whisper (syn ψίθυρος):
    • μια σβηστή φωνή, μια ~ μονάχα είπε τ' όνομά μου (KChatzop)
  • ⓓ w. neg (not) a sound, (not) a whisper (syn άχνη 3b, αχνιά 2, αχνός1 3c, κιχ, τσιμουδιά):
    • τις έφαγε δίχως να βγάλει ~ (Karagatsis) |
    • σωπάστε! ~ να μη βγάλει κανείς! (Venezis) |
    • ουτ' ένα σπίρτο κάνει ν' ανάψεις ούτε ~ από θόρυβο ν' ακουστεί (ADoxas) |
    • πάλι δεν άκουγα τίποτε· ούτε ~! (Stratou) |
    • poem .. και μ' αναγκάζει | κι εμέ· ρωτώ γιατί, κι αυτός ούτε ~ (Stavrou Ar)
  • ⑤ faint impression or suggestion, hint, trace, touch (syn άχνη 6b, ιδέα, ίχνος):
    • γελώντας κάτω από την ~ του μουστακιού του (Nirvanas) |
    • γαλήνιος με μιαν ~ χαμογέλου, σα ν' αποχαιρετούσε ελπίδες και όνειρα (Palaiologos) |
    • ικανότητα και επιμέλεια .. χρειάζονται για να δώσεις κάποιαν ~ των περασμένων (id.)

[der of αχνίζω; cf ανάσα (ανασαίνω), άπλα (απλώνω), κάψα (καψώνω), λέρα (λερώνω) etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνά [axná] adv
  • ① vaguely, indistinctly, dimly, slightly (syn αμυδρά, θαμπά, μουντά):
    • ~ σχεδιασμένος, φωτισμένος, χαραγμένος |
    • το φεγγάρι λάμπει ~ |
    • διαγράφεται ~ στο βάθος του ορίζοντα ένα ακαθόριστο σχήμα (Tatakis) |
    • ακόμη δεν έχουμε μάθει τι είμαστε· ~ μαντεύουμε μόνο (Panagiotop) |
    • σ' αυτά του τα πρώτα ποιήματα προβάλλουν ~ εικόνες από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο (Karantonis) |
    • σκοπός του [σημειώματος] είναι .. να σκιαγραφήσει ~ το χαρακτήρα του Kρητικού (Katrakis)
  • ② faintly, weakly, softly, feebly (near-syn αδύνατα, ασθενικά, άτονα):
    • γέλασε, κουνήθηκε, μίλησε, χαμογέλασε ~ |
    • σπαρτάρισε ολάκερη και ξεφώνισε ~ (Christomanos) |
    • poem κρύβει την όψη στις παλάμες του κι άρχισε ~ να κλαίει (Kazantz Od 2.1088)

[der of αχνός2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχνάδα η [axnáδa] Ο25α : (λογοτ.) αχνός, ατμός.

[αχν(ός) -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνάδα1 [axná∂a] η,
  • ① heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency or visibility, haze, mist (syn in αχλύς 1):
    • κόκκινη, μουντή ~ |
    • ~ της βροχής, της γης, του καπνού, της λίμνης, του ορίζοντα |
    • διαλύεται η ~ |
    • κάποια φωτάκια μόνο κεντούνε την ~ και τρεμοσβήνουν (KPolitis) |
    • έξω από τα σπίτια παραμόνευε μια χλιαρή ~, τρύπωνε μέσα μόλις άνοιγε η πόρτα (id.) |
    • το χαμηλό τούτο βουνάκι .. άσπριζε σα γάλα μέσα στην ~ του πρωινού (Lazaridis)
  • ② fig sth obscuring or hiding objects or ideas, blur, haze, mist (syn in αχλύς 2):
    • είδα τη M. σα μέσα σ' όνειρο, σε μια θολούρα και μιαν ~ ονείρου, να πέφτει κατάχαμα (Panagiotop) |
    • οι συναντήσεις .. περιβάλλονται με την ~ του θρύλου και του μύθου (Vacalop)

[der of αχνός1 w. suff -άδα1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνάδα2 [axná∂a] η,
  • ① paleness, pallor (syn χλωμάδα, ωχρότητα):
    • η ~ του πεθαμένου |
    • δεν είχες κανένα ίχνος στην όψη σου από το πικρό άγγισμα της [αρρώστιας], εκτός από μιαν λεπτότατη ~ (Palam) |
    • η κάψα διαμάντωσε το πρόσωπό του κι άπλωνε κεχριμπαρένια ~ στο λαχταριστό του λαιμό (Malamou) |
    • poem το πεύκο νείρεται σκυφτό στην πράσινή του ~ (Golfis)
  • ② pale or dim light (syn αχνόφεγγο 1, αχνόφωτο):
    • poem όταν στέλνει μίαν ~ | μισοφέγγαρο χλωμό (Solom) |
    • [εσέ ζητώ] στην μυστικήν ~ | του έρμου φεγγαριού (Typaldos)

[der of αχνός2 w. suff -άδα1]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχναρα [áxnara] adv, poet
  • without leaving a trace:
    • poem .. να 'ταν ~ το γένος της Eλένης | να χάνουνταν, που τόσων έλυσε παλληκαριών τα γόνα! (Homer Od 14.68 Kaz-Kakr) |
    • .. να δει τα κατατόπια | και τα βαθιά μεσάνυχτα ~ τα σπίτια να τυλίξει (Kazantz Od 12.723)

[der of άχναρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνάρι [axnári] το, (also χνάρι & naut ιχνάρι)
  • ① mark or impression left behind, trace, vestige (syn ίχνος, κατάλοιπο L, σημάδι):
    • ~ του σαλιγκαριού |
    • αχνάρια της αρχαιότητας, της παράδοσης, του πολέμου |
    • η νοτιοανατολική [πλευρά] δεν δείχνει ~ τείχους (Floros) |
    • μάταια θα ψάξεις να βρεις στα γραψίματά του αχνάρια ξένης επίδρασης (Melas) |
    • φυσιογνωμία ναυτικού ανοιχτόκαρδη, μα και με κάποια χνάρια συλλογής πάνω στο πρόσωπό του (KPolitis) |
    • δεν είχε πια στην άκρη των χειλιών το ανεπαίσθητο εκείνο ~ της ειρωνίας (Theotokas) |
    • poem .. κρέμεται αχνό χορτάρι | χωρίς δροσούλας ή ευωδιάς ~ (Palam) |
    • μιλούν τα χνάρια, οπ' αφήκε στην όψη τους η λύπη (Markoras) |
    • .. μαύρα | χνάρια | έμεναν στους μηρούς, στα γόνατα κλ (Ritsos)
  • ⓐ usu pl αχνάρια τα, footprint, traces, tracks, spoor (syn ίχνος L, πατημασιά):
    • ματωμένα, σβησμένα αχνάρια |
    • αχνάρια στο χιόνι, στο χώμα |
    • άφησε ~ στο αμπέλι |
    • το λαγωνικό ακολουθεί τα αχνάρια του ζώου |
    • phr χάθηκαν τ' του his tracks were lost, his whereabouts were (are) unknown |
    • σώζεται ακόμα απάνω σ' ένα κόκκινο γρανίτη το ~ από το πόδι της καμήλας του (Kazant) |
    • folks. από την πόρτα σου περνώ, τ' ~ σου γνωρίζω, | σκύβω και το γλυκοφιλώ κλ (Passow) |
    • poem τα πέδιλά σου, ω Nίκη, τα ματοβαμμένα, | που αφήνουν χνάρια κόκκινα, λύσε και βγάλε (Polemis)
  • ⓑ pl αχνάρια τα, fig footsteps, lead, example (near-syn δρόμος):
    • επικρίνουν την κυβέρνησή τους επειδή .. ακολουθεί τα χνάρια του χρεοκοπημένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (Papanoutsos) |
    • o Δ.K. αναστημένος σε φιλολογική ατμόσφαιρα είχε ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του (Melas) |
    • καθώς κανείς απ' αυτούς δεν έχει τη δύναμη του Παλαμά, φαίνονται όλοι .. να περπατούν πάνω στα χνάρια του (Dimaras)
  • ② unit of length approximately equal to a man's foot, foot (syn πόδι):
    • folks. πηδάει ο χάρος τρεις φορές, πάει σαράνα αχνάρια, | πηδάει κι ο βλαχοτσόπανος, πάει σαρανταπέντε (Theros)
  • ⓒ phr χνάρι το χνάρι every foot of the way, all the way, incessantly (near-syn συνέχεια):
    • μια γερά οργανωμένη αριστοκρατία .. δυνάστευε και τους βασιλιάδες ακόμα και τους αμφισβητούσε χνάρι το χνάρι την εξουσία (Panagiotop)
  • ③ copy made by superimposing a transparent sheet on an original, tracing (syn αντίγραφο 2):
    • πώς να κάμεις αχνάρια, πώς να τα τοποθετήσεις απάνω στις εικόνες και να τις αντιγράψεις με προσοχή (Papantoniou)
  • ⓓ pattern, mold, model, blueprint, template (syn αθιβόλι 1, καλούπι, πατρόν, πρότυπο, στάμπα, σχέδιο, φόρμα):
    • ~ του σακκακιού, του φορέματος |
    • πήρε τ' αχνάρια για το παντελόνι |
    • έκανε αχνάρια για τη βάρκα |
    • όλοι τους είναι κομμένοι στο ίδιο ~, λένε τα ίδια λόγια, σκέφτουνται τα ίδια πράματα (KPolitis) |
    • εικόνα ενός κόσμου, που δε θα ξαναγίνει πια στα ίδια χνάρια (Karantonis) |
    • απάνω στα ίδια χνάρια έχει κοπεί και η ερμηνεία, που δίνει ο Sigmund Freud στη γένεση και στην ακμή του πολιτισμού (Papanoutsos)
  • ⓔ contour, outline (syn περίγραμμα):
    • το ποίημα δεν έχει καμιάν ακέραιη μορφή, .. είναι μόλις σημειωμένα τα αχνάρια της μορφής του (Tsatsos) [fr postmed αχνάριν bes χνάριν ← MG ιχνάριν ← MG ιχνάριον (Du Cange s.v. χναρόν & χναριόν

[erroneous for χνάριον & χνάρι; χναρόν was reconstructed fr ακρόχναρα & παλιόχναρα, ib.]), this dimin of AG ­χνος; cf also dimin ιχνίον and cpd αντίχνι]

[Λεξικό Κριαρά]
αχνάριν το· αχνάρι· ιχνάριν· χνάριν.
  • 1) Το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια των ανθρώπων ή των ζώων στο έδαφος:
    • δεν σου ’πρεπεν τα χνάρια της να ’γγίσεις (Κυπρ. ερωτ. 9426
    • αχνάρια των ζώων (Αιτωλ., Μύθ. 13621).
  • 2) Ίχνος, σημάδι:
    • δεν του απόμεινε παρά κάποια μικρά (ενν. χαρίσματα), ωσάν να ειπούμεν, ιχνάρια (Χριστ. διδασκ. 52).
  • 3) Το πέλμα από το πόδι του ανθρώπου· και ως μέτρο μήκους:
    • (Κυπρ. χφ. 153).
  • 4) (Επιρρ.) λίγο:
    • να σκαλέψει χνάριν (Κυπρ. ερωτ. 417).

[<ουσ. ιχνάριον (απ. σε Γλωσσάρ., βλ. Du Cange, λ. χναρόν). Τ. χναριόν, χνάρι στο Du Cange, αυτ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Τ. χνάρι σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες