Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άχαρος, επίθ.
-
- 1) Που δε γεύεται χαρά, δύστυχος:
- την άχαρήν μου νιότην (Κυπρ. ερωτ. 613).
- 2) Που δε δίνει χαρά, ευχαρίστηση· θλιβερός:
- Ω κόσμε λιγοχάριτε, και τις να σε τηρήσει, τες πράξες σου τες άχαρες και τη σφαλτή σου φύση (Φαλιέρ., Ρίμ. 228)·
- τ’ άχαρο και άσφαλτο ταξίδι (Φαλιέρ., Ρίμ. 41).
[<στερ. α‑ + ουσ. χαρά. ή <παλαιότ. επίθ. *αχαρής (ουδ. αχαρές στον Ησύχ.). Η λ. και σήμ.]
- 1) Που δε γεύεται χαρά, δύστυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άχαρος 1 -η -ο [áxaros] Ε5 : που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά· άκομψος. ANT χαριτωμένος: Άχαρο ντύσιμο. Είναι πολύ ψηλός και ~. Άχαρη ηλικία, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας.
άχαρα ΕΠIΡΡ: Nτυμένος ~. [αρχ. ἄχαρ(ις) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άχαρος 2 -η -ο : που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά: Άχαρη δουλειά / κουβέντα / ζωή. Tου ανάθεσαν τον άχαρο ρόλο / το άχαρο καθήκον να
, για κτ. δυσάρεστο, που δε θα ήθελε κανείς να το αναλάβει.
[α- 1 χαρ(ά) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχαρος1, -η, -ο [áxaros]
- ① not feeling joy, joyless, unglad (near-syn δύστυχος, θλιμμένος, ant χαρούμενος):
- άχαρη ψυχή |
- άχαρα μάτια, χείλη |
- δε νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω, άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη (Vlachogiannis) |
- έγιναν και οι άνθρωποι μηχανήματα· άδροσοι, άχαροι, φιλόκερδοι (Panagiotop) |
- folks. κλαίει και του Tσελήμαμα η άχαρ' η κυρά του (Passow) |
- poem δος μου τ' άχαρου βοήθεια | τέκνο αθάνατο και συ (Markoras) |
- θέλω τον άχαρο ήρωα, που έφτασε η ζωή του | καταμεσής του δρόμου της κλ (Palam) |
- αντρούλη μου, πού παρατάς την άχαρη εμένα; (Malakasis) |
- το στοιχιό ξυπνάει | και σκορπάει | θάνατο στον άχαρο | κι έρμο στρατοκόπο (Skipis)
- ⓐ not characterized by joy, joyless, unenjoyable, cheerless (near-syn θλιβερός, ant χαρούμενος):
- άχαρη βραδιά, εποχή, ξενιτειά, τύχη |
- άχαρη ηδονή, σκέψη |
- άχαρο γλέντι, περιβάλλον |
- άχαρα γεράματα |
- έπεφταν στο κρεβάτι, ηδονικό πάντα για τον K., ψυχρό κι άχαρο στο βάθος για τη Φ. (Xenop) |
- με το φως της μέρας, της χαρούμενης στις τόσες που περνούσαν άχαρες, Σουλιώτης με Σουλιώτη αλλάζανε φιλιά (Vlachogiannis) |
- άχαρη, .. αγέλαστη ζωή· δε μπορώ να τον φανταστώ .. να γλεντάει με διαπλατωμένη την καρδιά (Terzakis) |
- σημέρα ήταν όλα άδεια στο σχολείο και τα διαλείμματα άχαρα πολύ (KPapa) |
- poem μα δείπνο πιο άχαρο δε στάθηκε και πιο πικρό τραπέζι (Homer Od 20.392 Kaz-Kakr)
- ② in curses άχαρε! may you never feel joy!:
- rembetiko song α δε στερέψουν τα κρασιά κι α δεν τα κατοστίσω, | δε με ζυγώνεις, άχαρε, πίσω, μπαμπέση, πίσω! (RApostolidis)
[fr postmed, MG άχαρος, cpd w. χαρά; cf ολόχαρος, πασί-, περί-, πρόσχαρος etc]
- ① not feeling joy, joyless, unglad (near-syn δύστυχος, θλιμμένος, ant χαρούμενος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχαρος2, -η, -ο [áxaros]
- ① ungraceful, graceless, ungainly, unattractive, awkward, ugly (syn άκομψος, άνοστος 3, near-syn ασουλούπωτος, άσχημος2 1):
- ~ γέρος, γίγαντας, μικροαστός |
- ~λαιμός, όγκος, οικισμός |
- ~ στόμφος |
- άχαρη αμμουδιά, πέτρα, πόλη, φωνή, χώρα |
- άχαρη γλώσσα, γνώση, μέθοδος, σοφία, τέχνη |
- άχαρο ανάστημα, κελάιδημα, κορμί, περπάτημα, πρόσωπο |
- άχαρο βουνό, δέντρο, νησί |
- άχαρο γραφείο, διαμέρισμα |
- άχαρα ρούχα |
- μακρύ άχαρο τραπέζι |
- είναι ~ στις κινήσεις του |
- μέσα από μια ξερή κι άχαρη φλούδα κρύβει αναρίθμητα αστραφτερά ρουμπίνια (Ouranis) |
- γινότανε μονοκόμματη σαν από ξύλο, άχαρο κορίτσι, ασουλούπωτο (Charis) |
- η άχαρη μεταβατική περίοδος από την παιδική στην εφηβική ηλικία (Palaiologos) |
- poem μες στ' ασάλευτα νερά | στέκεται σα νούφαρο η θωριά της (Malakasis)
- ② unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn in άχαρις):
- άχαρη αγγαρεία |
- άχαρο μάθημα |
- το άχαρο έργο του κριτικού |
- ξόδεψε σ' άχαρους συχνά αγώνες την πολυμάθειά του (Panagiotop) |
- είναι εγχείρημα τεράστιο, που απαιτεί δουλειά επίμονη και άχαρη (Christidis AK) |
- δεν μπόρεσα να ανακαλύψω ούτε ένα φωτεινό σπινθήρα, που θα καθιστούσε το ρόλο μου λιγότερο άχαρο (Thrylos) |
- καταντάει να ιδεί το λειτούργημά του σαν ένα από τα πιο άχαρα και κουραστικά βιοποριστικά επαγγέλματα (Kakridis)
[fr MG άχαρος 'unpleasant', fr άχαρις, accomodated to the 2nd decl. nouns in -ος]
- ① ungraceful, graceless, ungainly, unattractive, awkward, ugly (syn άκομψος, άνοστος 3, near-syn ασουλούπωτος, άσχημος2 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαροσύνη [axarosíni] η, rare
- absence of gladness, joylessness (near-syn θλίψη, ant χαρά):
- πώς πέρασαν αυτά τα χρόνια; για το Zακ στα κάτεργα, για το Γιάννη βουτηγμένα στην ~μιας ζωής δίχως ενδιαφέροντα (Chourmouziadis)
[der of άχαρος1 w. suff -σύνη]
- absence of gladness, joylessness (near-syn θλίψη, ant χαρά):