Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφρισμα το [áfrizma] Ο49 : η δημιουργία, ο σχηματισμός αφρών, συνήθ. για υδάτινη επιφάνεια που αναταράζεται και μτφ. για μεγάλο θυμό, οργή, παραφορά.
[αφρισ- (αφρίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφρισμα [áfrizma] το,
- ① production of foam, foaming, frothing (syn αφρισμός):
- το ~της σαμπάνιας |
- το ~ αυτό .. του λαδιού εξουδετερώνει κατά πολύ τις λιπαντικές ιδιότητές του (Vardakos)
- ⓐ foaming turbulence or agitation (syn αφροβολή, αφροκόπημα):
- ακούγεται βαρύ το μούγκρισμα της θάλασσας κι ασπρογαλιάζουνε πότε πότε τα οργισμένα αφρίσματα (Petsalis)
- ② fig act or process of frothing at the mouth (out of passion, anger etc), becoming frenzied or enraged (syn μάνιασμα, φρένιασμα):
- η βρισιά, το ~ είναι τρόποι για να ξεχυθούν τα νεύρα του ταρασμένου συζητητή (Palam, adapted) |
- το ακράτητο πάθος, .. το διονυσιακό ~, τα διαδέχτηκε η ψυχρή ηρέμηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής τέχνης (Karouzou)
[fr postmed (Somavera) άφρισμα, der of αφρίζω]
- ① production of foam, foaming, frothing (syn αφρισμός):