Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφιξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφιξη η [áfiksi] Ο33 : α.(για πρόσ.) το αποτέλεσμα του έρχομαι, φθάνω· ο ερχομός ή το φτάσιμο κάποιου σε έναν τόπο, μια πόλη, χώρα κτλ. ANT αναχώρηση: H ~ ενός επίσημου προσώπου / μιας αντιπροσωπείας κτλ. H ~ του Kαποδίστρια στην Ελλάδα. || η στιγμή της άφιξης κάποιου: Kατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων. Συνελήφθη κατά την άφιξή του στα σύνορα. β. (για συγκοινωνιακά μέσα) ANT αναχώρηση: Ώρα αφίξεως. Πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων σε ένα σταθμό, αεροδρόμιο κτλ., πίνακας δρομολογίων. γ. (για εμπορεύματα, επιστολές κτλ.): Περιμένουμε την ~ της τελευταίας παραγγελίας. Hμερομηνία και ώρα αφίξεως ενός τηλεγραφήματος.

[λόγ. < αρχ. ἄφιξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφιξη [áfiksi] η, gen άφιξης & αφίξεως, (L)
  • arrival, coming (syn αρίβο, ερχομός):
    • ~ απεσταλμένου, υπουργού |
    • ~ αεροπλάνου, τρένου |
    • νυχτερινή, πρωινή ~ |
    • ημερομηνία, χρόνος, ώρα αφίξεως |
    • καμιά από τις δέκα χιλιάδες θέσεις δεν είναι αριθμημένη· κάθεται κανένας με σειρά αφίξεως (Thrylos) |
    • με την ευκαιρία της αφίξεως της επιτροπής αυτής είναι ίσως σκόπιμο να λεχθούν μερικές οικονομικές αλήθειες (Angelop) |
    • η νύφη καθιστή .. κοιτάζει την ~ των δώρων (Brouskari) |
    • κρύφτηκε κοντά του, επειδή κανείς δεν έπρεπε να μάθει την άφιξή του (ChZalokostas)

[fr kath άφιξις 'arrival' ← ByzG (CGL), PatrG 'coming' ← K (also pap), AG (Aeschyl.+)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες