Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφθονος -η -ο [áfθonos] Ε5 : που υπάρχει ή που προσφέρεται σε αφθονία, σε ποσότητα μεγάλη ή μεγαλύτερη από όση χρειάζεται: Στην αγορά υπάρχουν άφθονα προϊόντα. Διαθέτω άφθονα μέσα. Πλένω τα φρούτα με άφθονο νερό.
[λόγ. < αρχ. ἄφθονος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθονος, -η, -ο [áfθonos] (L) (& D άφτονος)
- :
- ~ ιδρώτας |
- άφθονοι μεζέδες |
- άφθονη βλάστηση, διακόσμηση, ενέργεια, ζάχαρη, παραγωγή, σάρκα |
- άφθονο στήθος, υλικό, χρυσάφι |
- άφθονα δάκρυα, λουλούδια, μαλλιά, φρούτα |
- άφθονα μέσα διατροφής |
- άφθονο φως (syn άπλετο φως) |
- το αίμα χύνεται άφθονο |
- χάσαν, μαζί με του χωριού το στερεμό και τ' άφτονα νερά του, τα πηγάδια του (Vlachogiannis) |
- θα προκαλέσει πιο άφθονο το γέλιο των ακροατών του; (Kakridis) |
- μια περήφανη ψυχή πουθενά δε βρίσκει αφθονότερη τροφή παρά στα χαλάσματα του κόσμου (Kazantz)
- ⓐ great in number, numerous, abundant (syn μπόλικος, πολυάριθμος, πολύς):
- άφθονα εργατικά χέρια |
- υπάρχουν άφθονες αποδείξεις |
- άφθονες υποσημειώσεις στο κείμενο |
- έδωσε άφθονες ευκαιρίες στους απαλλαγέντες |
- ορτύκια και τρυγόνια άφθονα περνούσαν από την περιοχή του Σουνίου (Skouzes, adapted) |
- υπάρχει πια για το θέατρο ένα άφθονο κοινό (Thrylos) |
- οι πόλεμοι στα σύνορα έφερναν άφθονους σκλάβους (Evelpidis) |
- αφθονότατοι είναι όσοι απομνημόνευσαν τα χρόνια του Aγώνα του 1821 (Dimaras)
- ① rich in content or production, plentiful, bountiful (syn πληθωρικός, πλούσιος):
- δεκάδες χρόνια .. πέρασαν τροφοδοτούμενα από την άφθονη πηγή της Σ. (Papatsonis) |
- ο κρουνός της ήβης ήρθε άξαφνος και ~(Karagatsis) |
- είναι τραγουδιστής ~, εύκολος, αλλά ζεστός (Melas) |
- ο K. ήταν ~, μπορεί να 'χει αφήσει και πολλή ανέκδοτη εργασία (Charis) |
- poem .. μία τύχη ζηλευτή σ' έχει από χρόνια βάλει | μες στ' Aπριλιού την άφθονη, χαριτωμένη αγκάλη (Markoras)
[fr kath άφθονος ← MG (CGL) ← K (pap), AG (hymn. Homer.+), cpd w. φθόνος]