Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθονα [áfθona] adv (L)
- abundantly, amply, profusely, plentifully, bountifully (syn αφθόνως L, μπόλικα, πλούσια):
- τρώει ~ |
- αίθουσα ~ φωτισμένη (syn άπλετα) |
- ο θεός και η φύση τον επροίκισαν ~ με όλα τ' αγαθά τους (Kanellop) |
- φανερώνεται πανώρια, να τους μοιράσει ~ τις ευεργεσίες της (Evelpidis) |
- συνεχίζει ~ την έμμετρη παραγωγή του (Dimaras) |
- το νησί είναι γυμνό από δέντρα και το μόνο που ευδοκιμεί ~ εκεί είναι η συκιά (Varelas)
[der of άφθονος; cf adv αφθόνως]
- abundantly, amply, profusely, plentifully, bountifully (syn αφθόνως L, μπόλικα, πλούσια):