Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφθαστος -η -ο [áfθastos] & άφταστος -η -ο [áftastos] Ε5 : 1.(οικ.) που κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει, να τον συναγωνιστεί· ασυναγώνιστος: Είναι ~ στο τρέξιμο / στο κολύμπι / στην ιστιοπλοΐα. Σαν μαγείρισσα είναι άφθαστη. Είναι άφθαστη στο νοικοκυριό. || ανυπέρβλητος: ~ καλλιτέχνης. Άφθαστη αρμονία / δόξα. Mια γυναίκα άφθαστης ομορφιάς. 2. που δεν μπορούμε να τον πραγματοποιήσουμε· ανέφικτος: Άφθαστοι στόχοι. H απόλυτη ακρίβεια είναι ένα ιδανικό άφθαστο.
[λόγ. επίδρ. στο άφταστος < ελνστ. ἄφθαστος με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφθαστος, -η, -ο [áfθastos] (& άφταστος)
- ① unapproachable, unreachable, inaccessible (syn αζύγωτος 1, απροσέγγιστος 1, απρόσιτος 1a, ασίμωτος):
- ~ ουρανός |
- άφθαστο τέρμα, ψήλωμα |
- έχεις τότε το αίσθημα πως η Eυρώπη, η Πελοπόννησος, η Aθήνα είναι εξίσου μακρινές και άφταστες χώρες (Theotokas) |
- poem .. η θάλασσα για πάντα πια μ' ορίζει, | τους πόθους μου γι' άφταστα μάκρη ανάβει (Myrtiotissa) |
- .. προς την άφθαστη κορφή το βλέμμα μου ξανασηκώνω (Vrettakos) |
- πάσχιζε ..| να φτάσεις τον άφθαστο, τον άπιαστο αστέρα (Louros)
- ⓐ out-of-reach, unattainable, unobtainable (syn άπιαστος 4b, απροσέγγιστος 2, απρόσιτος 1b, ασύλληπτος 3b):
- ~ πόθος |
- άφθαστο όνειρο |
- η ελεύθερη, πάνω από προλήψεις, αληθινή, ιδανική ζωή .. είναι άφθαστη για τις ταπεινές ψυχούλες (Thrylos) |
- γιατί μας ανοίγονται τόσο ωραίες φαντασίες και τόσο μεγάλοι και τέλειοι κόσμοι, άφταστοι; (IDragoumis) |
- για την Aναγέννηση η αρχαία ελληνική τέχνη είναι το τέλειο, ο κανών, το άφθαστο πρότυπο (Lambridi) |
- ό,τι ήταν χτες ουτοπία και άφθαστο κι ανέγγιχτο ιδανικό σήμερα είναι μια κοινή πραγματικότητα (SZSideris)
- ⓑ inaccessible, aloof, stand-offish, unapproachable (syn αζύγωτος 2, απρόσιτος 2):
- τον φανταζόμουν πρόσωπο αληθινό .. άφθαστο πάντα, επιβλητικό κι ωραίο (AGiannop)
- ② which cannot be overtaken or caught up with, fast (syn άπιαστος 2c, απρόφταστος 1):
- την κασέλα την έκανε όπως ήθελε, γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα (Karkavitsas)
- ⓒ unrivalled, unequalled, matchless, incomparable (syn in απαράμιλλος):
- ~ δάσκαλος |
- ~ τεχνίτης, χορευτής |
- ~ ενθουσιασμός, ηρωισμός, θαυμασμός |
- άφθαστη ευγένεια, θλίψη |
- άφθαστη πολυμάθεια, σοφία |
- άφθαστη αρμονία, πολυτέλεια, χάρη |
- άφθαστο θάρρος |
- άφθαστο ανάγλυφο |
- άφθαστη ελληνική κληρονομιά |
- άφθαστη ποιητική γλώσσα |
- είναι ~ στην τέχνη του |
- ~ σε κατορθώματα |
- το θέαμα, που βλέπουν οι άντρες, είναι άφθαστο σε πατριωτική μεγαλοπρέπεια (ChZalokostas) |
- έδωσε μια άφθαστη σε τέχνη και βάθος εικόνα της εποχής του (Varelas) |
- δε χορταίνω .. την άφταστη λιτότητα της κάθε γραμμής (Kazantz) |
- το πνεύμα της ήταν άφθαστο σε δημιουργικότητα (Nakou) |
- poem θα 'ναι μια άφταστη ηδονή ν' αγαπηθούμε (Dimakis)
- ③ not having arrived (as yet), unarrived (ant φτασμένος):
- το τρένο είναι ακόμη άφταστο
[fr MG, PatrG ἄφθαστος, cpd w. combin form -φθαστος (: φθάνω); cf ἀπρόφθαστος (kath), οὐρανόφθαστος (Jo. Damasc.), ἀσύμφθαστος (Const. Porphyrog.)]
- ① unapproachable, unreachable, inaccessible (syn αζύγωτος 1, απροσέγγιστος 1, απρόσιτος 1a, ασίμωτος):